Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΚΟΥΖΟΥΛΗ


Μια μάνα είχε ένα γιο παρακανακεμένο
από πατέρα ορφανό κι ομορφοκαμωμένο

Τη μέρα που αντρώθηκε είπε τζη πως θα φύγει
να δει στα μάτια τη ζωή π´άκουσε κι είναι λίγη

"Που πας λεβέντη μ´ όμορφε καμάρι τ´ουρανού μου;
μην το περάσεις το σκαλί και χαλαστεί ο νους μου"

"Πριν κάμεις το κουμάντο σου σκέψου ηντά θα πράξεις
τη μάνα σου απ´ τον καημό ογλήγορα θα χάσεις"

Δε στάθηκε στα λόγια τζη ο νιος και πιάνει δρόμο
να κάμει το σεργιάνι του να δει τον έξω κόσμο

Σηγόσβηνε ο λογισμός τση μάνας κάθε μέρα
με του παιδιού την πεθυμιά εκάνανε βεγγέρα

Δυο χρόνοι επαράσανε κι εγέρασε η γυναίκα
περνούσανε από πάνω τζη οι χρόνοι δέκα δέκα

Μαντάτο δεν ερχότανε από το παλικάρι
κι ο χάρος ετριγύριζε στον άδη να την πάρει

"Η κουζουλή επόκαμε" ελέγανε οι γειτόνοι
κιανείς δεν τη λογάριαζε κι ήκλαιγε κείνη μόνη

Με των παθών τζη το σταυρό το Γολγοθά ´νεβαίνει
το δάκρυ τζη εστέρεψε το γιο να περιμένει

Μια μαύρη και θανατερή συννεφιασμένη μέρα
μαντάτο δηλητήριο τση κοψε τον αέρα

"Ο γιος σου εσκοτώθηκε από κουρσάρου χέρι"...
κι ο ήλιος εσκοτείνιασε μέσα στο μεσημέρι

Επόμεινε ατάραχη χωρίς να κάμει πράμα
πως να δακρύσει η χριστιανή;δεν είχε άλλο κλάμα

"Επόκαμε η κουζουλή σάλεψ´ ο λογισμός της"
ελέγανε οι χωριανοί, "κι εξέχασε το γιο της"

Την άλλη μέρα την τρελή ήβρανε κρεμασμένη
και ένα γράμμα απού ´γραφε "μάνα μου αγαπημένη,

η πεθυμιά μου θέριεψε, άλλο δεν περιμένει
ταχιά μπαρκάρω και θα ´ρθω κοντά σου λατρεμένη..."

Γιώργος Μανθαιάκης 19/1/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου