Μια μάνα είχε ένα γιο παρακανακεμένο
από πατέρα ορφανό κι ομορφοκαμωμένο
Τη μέρα που αντρώθηκε είπε τζη πως θα φύγει
να δει στα μάτια τη ζωή π´άκουσε κι είναι λίγη
"Που πας λεβέντη μ´ όμορφε καμάρι τ´ουρανού μου;
μην το περάσεις το σκαλί και χαλαστεί ο νους μου"
"Πριν κάμεις το κουμάντο σου σκέψου ηντά θα πράξεις
τη μάνα σου απ´ τον καημό ογλήγορα θα χάσεις"
Δε στάθηκε στα λόγια τζη ο νιος και πιάνει δρόμο
να κάμει το σεργιάνι του να δει τον έξω κόσμο
Σηγόσβηνε ο λογισμός τση μάνας κάθε μέρα
με του παιδιού την πεθυμιά εκάνανε βεγγέρα
Δυο χρόνοι επαράσανε κι εγέρασε η γυναίκα
περνούσανε από πάνω τζη οι χρόνοι δέκα δέκα
Μαντάτο δεν ερχότανε από το παλικάρι
κι ο χάρος ετριγύριζε στον άδη να την πάρει
"Η κουζουλή επόκαμε" ελέγανε οι γειτόνοι
κιανείς δεν τη λογάριαζε κι ήκλαιγε κείνη μόνη
Με των παθών τζη το σταυρό το Γολγοθά ´νεβαίνει
το δάκρυ τζη εστέρεψε το γιο να περιμένει
Μια μαύρη και θανατερή συννεφιασμένη μέρα
μαντάτο δηλητήριο τση κοψε τον αέρα
"Ο γιος σου εσκοτώθηκε από κουρσάρου χέρι"...
κι ο ήλιος εσκοτείνιασε μέσα στο μεσημέρι
Επόμεινε ατάραχη χωρίς να κάμει πράμα
πως να δακρύσει η χριστιανή;δεν είχε άλλο κλάμα
"Επόκαμε η κουζουλή σάλεψ´ ο λογισμός της"
ελέγανε οι χωριανοί, "κι εξέχασε το γιο της"
Την άλλη μέρα την τρελή ήβρανε κρεμασμένη
και ένα γράμμα απού ´γραφε "μάνα μου αγαπημένη,
η πεθυμιά μου θέριεψε, άλλο δεν περιμένει
ταχιά μπαρκάρω και θα ´ρθω κοντά σου λατρεμένη..."
Γιώργος Μανθαιάκης 19/1/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου