Κάπου σε κάποιες εποχές που χάνονται στο χρόνο
οι ανθρώποι ζούσαν με τα ζα και τα χωράφια μόνο...
Φυτεύανε τα κλήματα και τα κορφολογούσαν
κι όλοι μαζί τον Αύγουστο σταφύλια ετρυγούσαν
Σπέρνανε και θερίζανε σιτάρι και κριθάρι
όλο το βιος τους ήτανε και ζούσανε με χάρη
Χοίρους και κότες είχανε και ´βγάζαν το φαί τους
γάλα απ´ τα ρίφια και τ´ αρνιά αλλά και το μαλλί τους
Τότ´ έζησε κι ο Κωνσταντής ωραίο παλικάρι
ξεχωριστή ´χε λεβεντιά καλή καρδιά και χάρη
Δεν ελυπήθηκε ο Θεός τσι χάρες που ´χε δώσει
αντρώθηκε στα βάσανα μα τον γεμίσαν γνώση
Ξεχείλιζαν τα στήθια του ζωή και καλοσύνη
συνάμα όμως έδειχνε μεγάλη αντρειοσύνη
Το κτήμα του διαφέντευε μ´ αγάπη και σοφία
η δόλια χήρα η μάνα του ένοιωθε ευτυχία
Που ´χε περήφανο υιό αγγελικά πλασμένο
απ´ του πατέρα το χαμό μες στη ζωή ριγμένο
Θυμάται ακόμη ο Κωσταντής τη νύχτα που οι κουρσάροι
μ´ ένστικτα δολοφονικά αθώα ζωή ´χαν πάρει
Του φονικού ήταν μάρτυρας την αποφράδα μέρα
με το σπαθί του ο πειρατής του ´σφαξε τον πατέρα
Επάλεψε ο άμοιρος με νύχια και με δόντια
να σώσει τη φαμίλια του δεν το ´βαλε στα πόδια
Ακόμα ηχούν στον ύπνο του της μάνας οι ικεσίες
σ´ αυτούς που κλέβοντας ζωή ποδοπατούν αξίες
Είναι συχνό φαινόμενο σε τούτα εδώ τα μέρη
ν´ αράζουνε πειρατικά να κατεβαίνει ασκέρι
Να καίει και να πυρπολεί κι άδικα να σκοτώνει
ν´αρπάζει μόνο τις χαρές και να πομένουν πόνοι
Ήτανε τότε οχτώ χρονών ο Κωσταντής παιδάκι
κι απόκτησε η καρδούλα του της πίκρας το σαράκι
Θεριεύει γιγαντώνεται μέρα με την ημέρα
το πάθος για εκδίκηση δεν κάνει διόλου πέρα
Την πίκρα που ´χει στην καρδιά μια σκέψη τη γλυκαίνει
η πεθυμιά του δειλινού που φέρνει την Ελένη
Την κόρη της κυρά-Μαριώς τη μοσχαναθρεμένη
κι αυτή την ώρα να φανεί να φτάσει περιμένει
Όμορφη κόρη λυγερή με χάρη και με νάζι
τον αγαπά τον Κωσταντή και μόνο αυτός τη νοιάζει
Τα βρήκανε οι φαμελιές εδώσανε και λόγο
μετά το θέρος κάνουνε το γάμο τους ντελόγο
Χτυπά η καρδιά των δυο παιδιών σαν θα βρεθούν αντάμα
και όταν αγκαλιάζονται σα να συμβαίνει θαύμα
Σωπαίνουνε και τα πουλιά τα ρυάκια γαληνεύουν
στον πίνακα ένα μερτικό θαρρείς ότι γυρεύουν
Τα χείλη σαν ενώνουνε η πλάση ευωδιάζει
ντύνεται ρούχα γιορτινά και χρώματα μοιράζει
-"Λενιώ μου πόσο σ´ αγαπώ ο Θιος δεν το κατέχει
ο έρωτας σ´τσι φλέβες μου σαν το ποτάμι τρέχει"
"Ποθώ να πάρω τσι χυμούς απ´ το γλυκό κορμί σου
οληνυχτίς στο στήθος μου να νοιώθω την πνοή σου"
"Κάθε πρωί που θα ξυπνώ ν´ ακούω τη φωνή σου
την πρώτη καλημέρα σου να βγαίνει απ´ την ψυχή σου"
"Θέλω να κάμομε παιδιά που ´ναι το ριζικό μας
και να γεμίσει με φωνές χαράς το σπιτικό μας"
-"Με τη βοήθεια του Χριστού της Παναγιάς τη χάρη
ευλογημένο απ´ τον Θεό θα γίνουμε ζευγάρι"
"Δε θα κρατήσω τίποτα σου τα ´χω χαρισμένα
τα νιάτα και τα κάλλη μου από εδά δωσμένα"
"Κι αν έχει μείνει το κορμί απόρθητο ακόμα
κάνε μια στάλα υπομονή και θα ´μαστε ένα σώμα"
Κι η φύση όλη άκουγε τους όρκους που ανταλλάζαν
για πάντα τούτες τις στιγμές μες στις καρδιές χαράζαν
Χαμήλωνε τα φώτα του τ´ ολόγιομο φεγγάρι
τα δέντρα φύλλα στρώνανε να φτιάξουν μαξιλάρι
Έτσι κυλούσε η ζωή γαλήνια κι αθώα
η μόνη έγνοια ήτανε το κτήμα και τα ζώα
Είχαν και υποτακτικό της μάνας ψυχοπαίδι
ορφάνεψε κι αυτός μικρός ´πο μάνα και αφέντη
Τους σκότωσαν οι πειρατές οι άτιμοι αγύρτες
για δυο βαρέλια με κρασί βάρβαροι λωποδύτες
Δεν είχε ο Μιχάλης βιος γωνιά να ξαποστάσει
μοναχοπαίδι τρυγητών Θεός να τσ´ αναπαύσει
Περίπου συνομήλικος του Κωσταντή μας ήταν
και μεγαλώσανε μαζί ´πο τότε που τον βρήκαν
Με μάτια κόκκινα υγρά διεσταλμένες κόρες
είχε περάσει το παιδί φρικτές θανάτου ώρες
Μεγάλωσε με τη στοργή της μάνας σαν τον άλλο
ποτέ δεν τους ξεχώρισε προτέρημα μεγάλο
Από τα δέκα του κι αυτός στο ίδιο σπίτι ζούσε
μικροφτιαγμένος ήτανε κι ολημερίς γελούσε
Παρέσυρε στο γέλιο του και τσ´ άλλους κάθε μέρα
και δεν τον έσκιαζε αυτόν ποτέ καμιά φοβέρα
Διάολος αεικίνητος άψογος στη δουλειά του
και στα χωράφια ήταν καλός αλλά και με τα ζα του
"Μιχάλη", λέει ο Κωσταντής "πάμε μαζί στη χώρα,
η μάνα θέλει ύφασμα προίκες να φτιάξει τώρα"
"Θα τα φροντίζει αυτή τα ζα τέσσερις-πέντε μέρες
είν´ επαέ και το Λενιώ να κάνουνε βεγγέρες "
"Βοήθεια δε θα της λειφτεί βοηθούνε κι οι γειτόνοι
στην έσχατη περίφτωση δε θα ´πομείνει μόνη"
"Μόνο να πας και να πλυθείς μην είσ´ετσά βρωμιάρης
και να θαρρούν οι κοπελιές πως είσαι διακονιάρης"
Εγέλασε το Μιχαλιώ εχάρηκε στ´ αλήθεια
στο νου του η πόλη έμοιαζε όπως στα παραμύθια
Επήγε κανα-δυό φορές με τον Κωστή σαν τώρα
και η βαβούρα τ´ άρεσε κι η κίνηση στη χώρα
-"πά´ να πλυθώ και να φτιαχτώ να βάλω τα καλά μου
κι ύστερα πάω για να δω πως θα φερθούν τα ζα μου"
"Άμα μου μπεμπενίσουνε θα πει πως τους αρέσω
κι άμα ζητήξουν άρμεγμα θα πω "'δε θα μπορέσω!'"
-"ήντα να πω μπρε Μιχαλιώ", εγέλασε λιγάκι
και γύρισε στον παταρό που ´φτιαχνε το δισάκι
Σουρούπωσε και η Λενιώ κρύο νερό της βρύσης
σαν οπτασία φάνταζε στα χρώματα της δύσης
Απ´ τη μεριά του ποταμού ερχότανε όλο χάρη
μόλις την είδε ο Κωσταντής γέμισε με καμάρι
Τί λυγερή περπατηξιά πόση ομορφιά και χάρη
ποιος άξιζε το τέλειο ταίρι του να την πάρει;
"Είμαι στ´ αλήθεια τυχερός" σκέφτεται και κοιτάζει
την σιλουέτα την λεπτή π´ όλο και πλησιάζει
Φορούσε ένα φόρεμα με κλάρες και με βιόλες
η πιο όμορφη ήταν στο ντουνιά απ´ τις κοπέλες όλες
-"Ώρα καλή σου Κωσταντή" από μακρυά φωνάζει
αν δώσει στόχο αλλωνών, το σόι της ντροπιάζει
-"Γεια και χαρά σου Ελενιώ" ο Κωσταντής της λέει
και η καρδιά απ´ την πεθυμιά και τη χαρά της κλαίει
Κρατούσε το λαίνι της πάνω στην κεφαλή της
μα έτρεμε όλη σύγκορμη από την προσμονή της
Που επερίμενε να δει το νιο το παλικάρι
αυτόν που ο Μεγαλόχαρος της είχε για ζευγάρι
Από μικρή τον θαύμαζε τον είχε για Θεό της
και να που η μοίρα τα ´φερε να γίνει σύζυγός της
Τα μάτια του είναι καστανά τα φρύδια του γεφύρια
και το κορμί του στιβαρό με τα καλά τα μύρια
Την πέτρα αν την έστιβε θα τση ´βγαζε το λάδι
μα είχ´ ευαίσθητη καρδιά σαν δροσερό λιβάδι
Ολημερίς κι ολονυχτίς ο νους της την παιδεύει
θα μ´ αγαπά για μια ζωή η άλλη θα γυρεύει;
Αυτή την ώρα καρτερούν να δει ο γεις τον άλλο
στα χρώματα του δειλινού με πάθος πιο μεγάλο
Που η κάθε ώρα που περνά το πολλαπλασιάζει
πόθο μεγάλο η προσμονή στα κύτταρα μοιράζει
Λόγια δεν έχουνε πολλά ο γεις τ´ αλλού να πούνε
μα με τη γλώσσα της σιωπής τα μάτια φλυαρούνε
Μα όσο κι αν κοιτάζονται τη γλύκα δε χορταίνουν
εκείνα που αισθάνονται παράταση δεν παίρνουν
"Έλα να πιεις ένα νερό Λενιώ να ξαποστάσεις
να δροσιστείς κι ακούραστα στο σπίτι σου να φτάσεις"
Στο σπίτι μόλις μπήκανε τη στάμνα ´φήνουν χάμε
και το Λενιώ κι ο Κωσταντής απ´ τα φιλιά μεθάνε
Ζητούν μια μαγική στιγμή να βρούνε τα κορμιά τους
που καίν´ απ´ την αναμονή...τη φλόγα του σεβντά τους
Τσ´ανακατεύει τα μαλλιά σαν κάτι να γυρεύει
ο Κωσταντής κι η γλώσσα του τα χείλη της παιδεύει
Είναι γλυκό το παίδεμα του έρωτα ανάθεμά το
σαν το γλυκόπιοτο κρασί που πίνεις μέχρι πάτο
Που σου μεθά κορμί και νου δημιουργεί αυταπάτες
σε παρασύρει η λήθη του στ´ ονείρου σου τις στράτες
Εκείνου που συχνοπατάς μόνος τα μονοπάτια
και δεν τα έχουν δει ποτέ άλλου ανθρώπου μάτια
Κι όταν συνέλθει το μυαλό από το λήθαργό του
πάντα μετρά χαλάσματα στο δρόμο το δικό του
Όχι δικά σου μ´ αλλωνών που μπήκαν και πατήσαν
χαράκια κακοτράχαλα να συντηρεί τ´ αφήσαν
"Σταμάτα τώρα Κωσταντή" του λέει η Ελένη
"πρέπει ακόμη η δίψα σου λίγο να περιμένει"
"Εκείνο απού πεθυμάς να ´ξερες πως το θέλω
να ταξιδέψουμε μαζί στη χώρα των αγγέλω"
"Τη βλέπουμε όμως την πηγή κι εκειά θα πορευτούμε
αγάλι αγάλι το νερό που θέλουμε θα πιούμε"
-"Καλά τα λες αγάπη μου πρέπει να μη βιαστούμε
κόντεψε ήρθε ο καιρός απού θα παντρευτούμε"
Κείνη την ώρα έφτασε κι ο Μιχαλιός στο σπίτι
ξυρίστηκε στολίστηκε στο άρωμα εβουτήχτει
"Ώρα καλή σας μρε παιδιά μα πε μου πως με βρίσκεις;
μα ξάνοιξε τον Κωσταντή για μένα μην αφήσεις"
"Αφού θωρώ θαμπώθηκες από την ομορφιά μου
μα και να θες δε θα δεχτώ το να γενείς δικιά μου"
Εγέλασε το Ελενιώ μέσα από την καρδιά της
τα χορατά του Μιχαλιού χαιδεύανε τ´ αυτιά της
-"Όμορφος είσαι Μιχαλιώ μα όι σαν τον δικό μου
τον άντρα τον ντελικανή αρραβωνιαστικό μου"
Κάτσανε και μιλούσανε για λίγη ώρα ακόμα
λόγια γλυκά πετιμεζιού βγαίνανε απ´ το στόμα
Ωστόσο η ώρα πέρασε κι είχε αλαφρονυχτώσει
σπίτι να πάει έπρεπε η Ελένη να ξαπλώσει
Χαιρέτησε το Μιχαλιώ του ´πε καλό ταξίδι
κι εκείνος βγήκε στην αυλή στο μαύρο το σκοτίδι
Να τους αφήσει μοναχούς ν´ αποχαιρετιστούνε
λόγια αγάπης μυστικά σαν έχουνε να πούνε
"Πρόσεχε" λέει το Λενιώ, "εκειά που πας στην πόλη,
τί κι αν λογούνται θηλυκά, θαρρείς κι είναι διαόλοι"
-"Να μη φοβάσαι Ελενιώ μα ξέρω ήντα κάνω
παρά να σε απαρνηθώ καλλιά ´χω να ´ποθάνω"
"Σίμωσε να γευτώ μια ολιά τη γλύκα απ´ το φιλί σου
να ´ναι η σκέψη καθαρή και η καρδιά δική σου"
Μόλις τα χείλη σμίξανε φωτίστηκε η πλάση
χρώματα στριφογύριζαν στου φεγγαριού το τάσι
Κανείς δε θέλει απ´ τους δυο να κάνει ένα βήμα
μα κι αν διστάζει η καρδιά, ο νους δίνει το σήμα
-"Φεύγω αγάπη μου γλυκιά να κατεβώ στη χώρα
θα σ´ έχω μες στη σκέψη μου όπως σε βλέπω τώρα"
-"Όρκο σου δίνω φυλαχτό θέλω να τον κρεμάσεις
να ξέρεις ότι σ´ αγαπώ πίσω γοργά να φτάσεις"
-"Πες μου εσύ έναν τυφλό που δε ζητά το φως του
ή άλλον που ´βρε θησαυρό και τον κλωτσά από ´μπρος του..."
"Για μένα είσ´ εσύ το φως, εσύ κι ο θησαυρός μου
σε βάζω απ´ όλα πιο ψηλά ίδια με τον Θεό μου"
"Μα πρέπει να πηγαίνω εδά επέρασε η ώρα
μέχρι τα ξημερώματα πρέπει να ´μαι στη χώρα"
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά με μάτια δακρυσμένα
που αισθήματα αποχωρισμού ήταν πλημμυρισμένα
Ο Μιχαλιός στο μεταξύ πράματα είχε φορτώσει
στο γάιδαρο που από νωρίς είχενε σαμαρώσει
Κι ένα δισάκι καθαής στον ώμο κρεμασμένο
που το ´χενε η μάνα τους όμορφα πλουμισμένο
Πήγανε και τη βρήκανε στο σπίτι παραπέρα
χαιρετιστήκαν κι ήβγανε στο δροσερό αέρα
Πιάσανε δρόμο και στρατί και μπήκαν μες στα δέντρα
όμως δεν ανταλλάξανε οι δυο ούτε κουβέντα
Έπρεπε να περάσουνε το δάσος στο σκοτάδι
για ν´ αποφύγουν των ληστών το αναίτιο σημάδι
Σ´ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που υπήρχε ανομία
ζούσαν οι περισσότεροι μες στην παρανομία
Έπρεπε απαρατήρητοι γρήγορα να περάσουν
χωρίς καν να ξεκουραστούν ούτε φωτιά ν´ ανάψουν
Αν κι είχε μπει ο Αύγουστος έπεφτε υγρασία
μα δεν τους ένοιαζε αυτό άλλ´ είχαν σημασία
Πέντε ώρες περπατούσανε χωρίς να δουν κανένα
και ευτυχώς γιατί αλλιώς θα μένανε στα ξένα
Χωρίς φλουριά και γάιδαρο αν φυσικά θα ζούσαν
κατάκοποι και βρώμικοι πίσω πως θα γυρνούσαν;
Το χάραμα τσ´ ανατολής τους βρήκε μες στην πόλη
μα άνθρωπο δεν είδανε αφού κοιμούνταν όλοι
Δεν ήταν όπως στο χωριό που βγαίναν πριν χαράξει
να πάνε στα χωράφια τους ο ήλιος μην τους πιάσει
Εδώ είχαν διαφορετικές σίγουρα ασχολίες
δεν είναι ίδιες πάντοτε όλες οι κοινωνίες
Έπρεπε λίγο να σταθούν κάπου να ξαποστάσουν
ως το παζάρι να ανοιχτεί προικιά για ν´ αγοράσουν
Βγάλανε απ´ τα δισάκια τους ελιές και παξιμάδι
και κάτσανε σε μια γωνιά και φάγανε ομάδι
Στο μεταξύ η μάνα τους είχε μια αγωνία
είδε στον ύπνο της κακό αντάρα και μανία
Πέρασε από της Λενιώς το σπίτι πρώτα-πρώτα
τη βρήκε να χτενίζεται πίσω από την πόρτα
Χυτά κατάμαυρα μαλλιά της έλουζαν τους ώμους
σχημάτιζαν στη μέση της του παραδείσου δρόμους
Την αγαπούσε τη Λενιώ του Κωσταντή η μάνα
και πεθυμιά της και ευχή να περπατουν αντάμα
"Έχε το νου σου κόρη μου κι είδα εχθές το βράδυ
όνειρο απού σκιάχτηκα κι είναι κακό σημάδι"
-"θα ´χω τη σκέψη μάνα μου όση έχει απομείνει
γιατί η περισσότερη στη χώρα έχει ξομείνει..."
Ακολουθεί τον άντρα μου σ´ όλα τα βήματα του
και η καρδιά και η ψυχή είναι εκεί κοντά του"
-"κατέχεις πόσο γνωστικός ο Κωσταντής μας είναι
μην τυραννείς τη σκέψη σου και στην ουσία μείνε"
"Δεν έχει μάτια αυτός να δει καμιά γυναίκα άλλη
θα τον χορτάσεις κόρη μου όντε γιαγύρει πάλι"
Ξάφνου ακούγονται φωνές απ´ του χωριού τη μπάντα
αλαλλαγμοί αποκρουστικοί κι αναρωτιούνται γιάντα
Αμέσως πήγε το μυαλό στου πειρατή τ´ ασκέρι
και καταστράφηκε με μιας τ´ όμορφο καλοκαίρι
Το ´χανε φόβο μέσα τους και πάντοτε σκεφτόταν
ότι μι απ´ τις χρονιές αυτές ο πειρατής θα ´ρχοταν
Να καταστρέψει όνειρα τα σπίτια να κουρσέψει
κι απ´ τον αδύναμο λαό ότι μπορεί να κλέψει
Να σπείρει τρόμο πανικό να ξεκληρίσει αξίες
να υποφέρουν οι καρδιές πολλές δεκαετίες
Με τρόπο επιτακτικό με βία και μαχαίρι
να ατιμάσει κοπελιές και θάνατο να φέρει
Κόμπος εγίνηκε η καρδιά και στο λαιμό ανέβη
στο κλάμα πέφτει το Λενιώ κι η μάνα αγριεύει
Φοβάται για το μέλλον της τ´όνειρο των παιδιών της
μην αφεθεί στο έλεος κακών το σπιτικό της
Δε θέλει γι άλλη μια φορά το θάνατο να ζήσει
παρά να ξαναφτάσει εκειά καλλιά ν´ αυτοκτονήσει
Πριν ο κουρσάρος να φανεί και τη χαρά να κλέψει
σκέφτεται μόνη την ψυχή στους ουρανούς να πέψει
Σημάδι ανεξίτηλο μες στην καρδιά της έχει
απ´ του κουρσάρου το σπαθί και γι άλλο δεν αντέχει
Μα τα παιδιά της σκέφτηκε και μονομιάς συνήρθε
για έναν και μοναδικό σκοπό στον κόσμο ήρθε
Να κάμει τη φαμίλια της και να τηνε στρατίσει
κι ότι κι αν τύχει στη ζωή να τ´ αντιμετωπίσει
Είτε καλό είτε κακό είν´ υποχρέωση της
να μην αφήσει μοναχό ποτέ κανά παιδί της
Κι αν είναι θέλημα Θεού μαζί του να την πάρει
τότεσας θα υποταχτεί στου Δέσποτα τη Χάρη
Αυτός είν´ ο προορισμός του κάθε πλάσματός Του
να ζήσει για να ζει καλά και ο απόγονός του
Κοντεύει δίπλα στο Λενιώ και κάθεται σιμά της
πιάνει το χέρι απαλά μέσα στα δάχτυλά της
Με τ´ άλλο χέρι στοργικά χαιδεύει τα μαλλιά της
κι οπλίζει με υπομονή και θάρρος την καρδιά της
-"Λενιώ πρέπει να φύγομε ν´ ανέβουμε στα όρη
δεν ξεμακραίνει ο πειρατής πέρα από το βαπόρι
Εκεία θα ν´ είμαστ´ ασφαλείς ως να περάσει η μπόρα
σύρε και πες στη μάνα σου να ετοιμαστεί προχώρα
Να φτιάξω θέλω ένα βουρί μ´ ελιές και παξιμάδι
μέχρι να ´ρθειτε κόρη μου και ξεκινούμε ομάδι"
-"φοβούμαι για τον Κωσταντή μην έρθει και με ψάξει
κι αν τονε βρει ο πειρατής φωθιά που θα μ´ ανάψει
Ας τονε περιμένουμε να φύγουμε ομάδι
από τη χώρα σα θα ´ρθει μη μείνει στο σκοτάδι"
-"κι άμα θ´ αργήσει κόρη μου κι ο βάρβαρος μας φτάσει;
κατέ´ς ηντά θα πάθουμε στα χέρια του α μας πιάσει;
Φέρσου με σύνεση εδά κάνε μου αυτή τη χάρη
ο άντρας σου ´ναι έξυπνος είναι και παλικάρι
Θα καταλάβει που ´μαστε και θα ´ρθει δίχως άλλο
μετρά την κάθεμια στιγμή και το καθένα ζάλο"
-"μάνα να φύγω δε μπορώ σαν κλέφτρα πα' στ´ αόρη
ν´ αφήσω τους συχωριανούς αμοναχούς στο ζόρι
Θα μείνω και θα καρτερώ τον άντρα μου να φτάσει
κι εύχομαι πως θα ´ρθει τρεχτός να με σφιχταγκαλιάσει
Προσεύχομαι στην Παναγιά και στου Χριστού τη χάρη
να μην αργήσει να φανεί τ´ όμορφο παλικάρι
Κι άμα τον έχω δίπλα μου μπλιο δε φοβούμαι πράμα
κάμε Θεέ μου ογλήγορα να ´ρθει...κάμε το θάμα"
Η μάνα εκατάλαβε πως είχε δίκιο η κόρη
που ´λεγε να μην ανεβούν αμοναχοί στ´ αόρη
Η μοίρα τους τους έταξε να ζουν σ´ αυτό τον τόπο
για να το καταφέρουνε πρέπει να βρούνε τρόπο
Για να κρατήσουν το χωριό ´πο κάθε εισβολέα
και τούτο μόνο γίνεται μ´ όλους μαζί παρέα
Είχανε κάποιοι χωριανοί σπαθιά κι άλλοι κουμπούρες
μα κι όσοι ήταν άοπλοι είχανε τις μαγκούρες
Καθένας για τον τόπο του δίνει και τη ζωή του
στα χώματά του πολεμά μ´ όλη τη δύναμή του
Κείνη την ώρα έφτασε και της Λενιώς η μάνα
με μάτια κατακόκκινα απ´ το πολύ το κλάμα
Έπεσε μες στην αγκαλιά της κόρης κι η φωνή της
έτρεμε απ´ την ταραχή και την απαντοχή της
"Εφτάξανε και ρίξανε φωθιά κι αστροπελέκια
κι ύστερα κατεβήκανε πολλοί με τα ντουφέκια
Και καίνε και σκοτώνουνε χωρίς μια στάξη οίκτους
άνοιξε Θε μου τσ´ουρανούς κι αστροπελέκια ρίξτους
Κάψε τους Θέ μου φονικά άλλα ´παέ μην κάμουν...
μα γιάντα κάθεστε ετσά; Πάμε πριν μας προκάμουν"
"Δε φεύγω μάνα" λέει της η κόρη θαρρεμένη
"Να καρτερώ τον Κωσταντή είμ´αποφασισμένη
Μα κάτσετε κι εσείς μαζί μπας και βρεθεί μια λύση
να καταστρέψει τους οχτρούς και να τους εδιαλύσει
Να βρούμε κι άλλους χωριανούς να ´ρθούνε κι οι γειτόνοι
άμα θωρεί ο θάνατος πολλούς δεν τση σιμώνει"
...........
Γιώργος Μανθαιάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου