Ξεστράτισε ο Αύγουστος και βρέθηκε στα χιόνια,
σ´ άγνωρο τόπο παγερό, με τον εγωισμό του...
Μα δεν τον ακολούθησαν ούτε τα χελιδόνια,
που ήλπιζε πως πάντοτε θα είναι στο πλευρό του...
Ψάχνει να βρει μιαν αμμουδιά ηλιόλουστη ωραία,
μέσα στην άμμο την καυτή να ζεσταθεί να γιάνει,
μα δεν υπάρχει γύρω του τίποτα και μοιραία
την αισιοδοξία του και την ελπίδα χάνει...
Γυρνά δεξιά κι αριστερά σε παγωμένα δάση,
ψάχνει νερά κελαρυστά και δέντρα που χορεύουν...
Δεν είναι τούτη η γνωστή η ´λιοκαμένη πλάση,
άσπρη η γη κι ο ουρανός μαύρος και τ´αγριεύουν...
"Που να ´ναι τάχα οι άνθρωποι;" συχνά αναρωτιέται,
"αυτοί που τόσο μ´ αγαπούν, μήπως με βοηθήσουν;"...
Τα πόδια του ανυπόδητα κι αυτός περιπλανιέται
στα κρυοκαίρια, που σκοπό είχαν να τον νικήσουν...
Μελάνιασε το δέρμα του, τα μάτια του βαρύναν,
οι αισθήσεις του τον θεωρούν μήνα τελειωμένο...
Η ξεγνοιασιά κι οι χάρες του στον κόσμο σιγοσβήναν
και το κατακαλόκαιρο ήταν παραλυμένο...
Προτού να σβήσει η φωτιά που καίει στα σωθικά του,
ένοιωσε χάδι στοργικό, ζεστό, γεμάτο χάρη...
άρχισαν να επουλώνονται τα κρυοπαγήματα του
κι ως άνοιξε τα μάτια του κοιτάζει τον Γενάρη,
τον αδέρφο του, που έμαθε το κρύο ν´ αφεντεύει,
να βασιλεύει στις κορφές στα νέφη και στα χιόνια...
Χλωμός, με άσπρη φορεσιά, που όπου ταξιδεύει
φεύγουν μακρυά του τα πουλιά, όπως τα χελιδόνια...
"Σήκω αδερφέ και πήγαινε πίσω στις αμμουδιές σου,
στα μαιστράλια, στη δροσιά και στ´ άλλα τα παιδιά σου...
Δώσε στο ηλιοβασίλεμα και στις ζεστές αυγές σου,
τη χάρη σου, τη λάμψη σου κι όλα τα χρώματά σου...
Φεγγάρι Αυγουστιάτικο βγάλε στον ουρανό σου.
δώσε ελπίδα και χαρά στα πλάσματα της πλάσης...
Χάρισε την αγάπη σου και το χαμόγελο σου
και τη γιορτή της Παναγιάς φρόντισε μην ξεχάσεις"...
Κι ως ήρθε πίσω ο Αύγουστος άρχισαν πανηγύρια,
βγήκε ο κόσμος στις αυλές κι έπιασε τα σοκάκια...
Ντύθηκε ο κόσμος φορεσιές με τα καλά τα μύρια,
τραγούδια, γλέντια στήσανε να βγάλουν τα μεράκια...
Και το Δεκαπενταύγουστο, στης Παναγιάς της χάρη,
κάθε σοκάκι και βιολί κάθε στενό και λύρα...
Και το φεγγάρι ολόγιομο κρατούσε το δοξάρι
και τραγουδούσε την κακή του Γεναριού τη μοίρα...
Γιώργος Μανθαιάκης
σ´ άγνωρο τόπο παγερό, με τον εγωισμό του...
Μα δεν τον ακολούθησαν ούτε τα χελιδόνια,
που ήλπιζε πως πάντοτε θα είναι στο πλευρό του...
Ψάχνει να βρει μιαν αμμουδιά ηλιόλουστη ωραία,
μέσα στην άμμο την καυτή να ζεσταθεί να γιάνει,
μα δεν υπάρχει γύρω του τίποτα και μοιραία
την αισιοδοξία του και την ελπίδα χάνει...
Γυρνά δεξιά κι αριστερά σε παγωμένα δάση,
ψάχνει νερά κελαρυστά και δέντρα που χορεύουν...
Δεν είναι τούτη η γνωστή η ´λιοκαμένη πλάση,
άσπρη η γη κι ο ουρανός μαύρος και τ´αγριεύουν...
"Που να ´ναι τάχα οι άνθρωποι;" συχνά αναρωτιέται,
"αυτοί που τόσο μ´ αγαπούν, μήπως με βοηθήσουν;"...
Τα πόδια του ανυπόδητα κι αυτός περιπλανιέται
στα κρυοκαίρια, που σκοπό είχαν να τον νικήσουν...
Μελάνιασε το δέρμα του, τα μάτια του βαρύναν,
οι αισθήσεις του τον θεωρούν μήνα τελειωμένο...
Η ξεγνοιασιά κι οι χάρες του στον κόσμο σιγοσβήναν
και το κατακαλόκαιρο ήταν παραλυμένο...
Προτού να σβήσει η φωτιά που καίει στα σωθικά του,
ένοιωσε χάδι στοργικό, ζεστό, γεμάτο χάρη...
άρχισαν να επουλώνονται τα κρυοπαγήματα του
κι ως άνοιξε τα μάτια του κοιτάζει τον Γενάρη,
τον αδέρφο του, που έμαθε το κρύο ν´ αφεντεύει,
να βασιλεύει στις κορφές στα νέφη και στα χιόνια...
Χλωμός, με άσπρη φορεσιά, που όπου ταξιδεύει
φεύγουν μακρυά του τα πουλιά, όπως τα χελιδόνια...
"Σήκω αδερφέ και πήγαινε πίσω στις αμμουδιές σου,
στα μαιστράλια, στη δροσιά και στ´ άλλα τα παιδιά σου...
Δώσε στο ηλιοβασίλεμα και στις ζεστές αυγές σου,
τη χάρη σου, τη λάμψη σου κι όλα τα χρώματά σου...
Φεγγάρι Αυγουστιάτικο βγάλε στον ουρανό σου.
δώσε ελπίδα και χαρά στα πλάσματα της πλάσης...
Χάρισε την αγάπη σου και το χαμόγελο σου
και τη γιορτή της Παναγιάς φρόντισε μην ξεχάσεις"...
Κι ως ήρθε πίσω ο Αύγουστος άρχισαν πανηγύρια,
βγήκε ο κόσμος στις αυλές κι έπιασε τα σοκάκια...
Ντύθηκε ο κόσμος φορεσιές με τα καλά τα μύρια,
τραγούδια, γλέντια στήσανε να βγάλουν τα μεράκια...
Και το Δεκαπενταύγουστο, στης Παναγιάς της χάρη,
κάθε σοκάκι και βιολί κάθε στενό και λύρα...
Και το φεγγάρι ολόγιομο κρατούσε το δοξάρι
και τραγουδούσε την κακή του Γεναριού τη μοίρα...
Γιώργος Μανθαιάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου