Κείνους τσι χρόνους τσι παλιούς εις του νησιού τα όρη
σ’ ένα μιτάτο μοναχή εζούσενε μια κόρη
π’ ορφάνεψε μικιό παιδί ‘πο μάνα και πατέρα
κι είχε συντρόφους τα πουλιά και τον κρυγιόν αέρα
Είχε για φίλους καρδιακούς του βράχου τα λουλούδια
και τα γλυκοανάσταινε με τρυφερά τραγούδια
Εκείνα ‘ναντρανίζανε στην πρώτη πατουχιά τζη
και στο λεπτό ανθίζανε στ’ ωραίο άκουσμα τζη
Ήτανε κόρη λυγερή στετή σαν τη βελόνα
γλυκιά-γλυκιά και όμορφη ωσάν την ανεμώνα
Μια μέρα-ν ανοιξιάτικη ολόφωτη-ν ημέρα
που εξεμάντρωνε τ’ αρνιά η γλυκοθυγατέρα
θωρεί σκιά να φαίνεται στον ποταμό πιο πέρα
κι εφάνηκε τζη να περνά το μπέτη τζη μια σφαίρα
Βάνει τη χέρα τζη μπροστά στα μάτια τζη γι’ αντήλιο
κι είδε ‘να νιο να πορπατεί που ‘λαμπε σαν τον ήλιο
«ώρα καλή» τση λέει ο νιος «ώρα καλή σου ξένε
τι σ’ έφερε στα μέρη μας π’ αθρώποι δεν τα θένε;
το κρύο δεν τ’ αντέχουνε ‘ποφεύγουνε τα χιόνια
και δεν επάτησε 'παέ ψυχή στα τόσα χρόνια»
Ο νιος εκοντοστάθηκε κι εθώριενε την κόρη
δεν επερίμενε να βρει ζωή σε τέτοια όρη
κι όσο του μίλιε η ‘μορφονιά αηδόνι αυτός εγροίκα
και όσο την εξάνοιγε εγέμιζε με γλύκα
Χτυπούσανε τα στήθια ν-του τρέμαν τα σωθικά ν-του
καμπάνα την ανάσταση εγίνηκ' η καρδιά ν-του
«απ’το χωριό ‘μαι κοπελιά εις τα ριζά πιο κάτω
κι ήρθα να ψάξω για τ΄αρνιά να φτιάξω ‘να μιτάτο
γιατί στον τόπο μου πολλά οζά εμαζωχτήκαν
και μήτε χώρο βόλικο και μήτε χόρτα ‘φήκαν
κι εσκέφτηκα να ‘ρθω ‘παέ στ’ αμάλαγα τα μέρη
να δω να πω του κύρη μου τα πρόβατα να φέρει
Κι όπως θωρώ έχει πολλή τροφή για το κοπάδι
θα πα' να πω του κύρη μου ν’ ανέβουμε-ν ομάδι
Δε θα σε διώξω μα θα μπω στου ποταμού ‘ναν τόπο
μα πε’ μου άμα δέχεσαι αν δε σου κάνει κόπο»
Όση ώρα τση μιλούσ’ ο νιος με τα πολλά τα κάλη
εμέθυσε σα να ‘χε πιει κρασί ένα μπουκάλι
Είχε λεβέντες το χωριό κι έτυχε να το ξέρει
μα η δική ν-του ομορφιά δεν είχε-ν άλλο ταίρι
Κάθε που εκατέβαινε να βρει για το φαί τζη
για γάμους και για προξενειά εχόρταινε τ’ αυτί τζη
Μα το ‘χε πάρει απόφαση πως θα ‘ναι μοναχή τζη
δεν πεθυμούσε άθρωπο να βάλει στη ζωή τζη
Μα ‘δα τα πάντ΄αλλάξανε κι εγύρισε-ν η μοίρα
μ’ας δούμε ήντα τση ‘μελε να πάθ´ η κακομοίρα
Λέει ν-του "κάμε ότι θες ξένε και δε με γνοιάζει
μα τούτ´η γη ´ναι του Θεού κι Εκείνος τη ξομπλιάζει
Θα ´χω κι εγώ ´ναν άθρωπο ν´ αλλάζω μια κουβέντα
απού μιλώ με τα πουλιά με τ´ άνθη και τα δέντρα"
Εκαταχάρηκε-ν ο νιος κι όχι τόσο για τ´άλλα
όσο για ´κείνο που ´νιωσε...τσ´αγάπης την ψιχάλα
Και που ´ξερε πως θα ´κανε γειτόνισσα την κόρη
αυτήν απού του κάρφωσε του έρωντα το δόρυ
Ήπιενε δυο σταλιές νερό που του ´βαλ´η κουτσούνα
κι εγιάγυρε για το χωριό με την καρδιά κουδούνα
Μα εσυνήλθε μια στιγμή και σκέφτηκε τσι τρόπους
τσ´ευγένειας που μ-πρέπουνε σε όλους τους αθρώπους
εγύρισε στην κοπελιά κι είπε "ευχαριστώ σε
μα δεν κατέχω πως σε λεν´ κι εδά γι αυτό ρωτώ σε
Μένα με λένε Μανωλιό και είμαι γιος του Φώτη
και μάθε τέτοια-ν ομορφιά πρώτη φορά θωρώ τη
Να ´σαι καλά να χαίρονται ´κείνοι που σε γνωρίζουν
ο άντρας σου και οι γονιοί την τύχη σου π´ορίζουν"
Εντράπηκε κι εγίνηκε ίδια με το παντζάρι
δε γ-κάτεχε η γνωριμιά ήντα τροπή θα πάρει
"Μαριώ 'ναι μένα τ´όνομα π´ αθρώποι με βαφτίσαν
κι ο πόνος είναι το νερό που μοίρες με ραντίσαν
δεν έχω κύρη στη ζωή μάνα να μ´αναθρέψει
άντρα κι αρραβωνιαστικό για να με κανακέψει
Δεν έχω άλλους αδερφούς μήτ´αδερφές και σόι
θέλει με ο Μεγαλόχαρος σαφή στο μορολόι
Αλλά ετσά ´μαθα να ζω αμοναχή στα όρη
και δε με νοιάζουν οι καιροί μήδε το ξεροβόρι
Κι ότι μου δίνει ο Θεός σίγουρα θα τ´αξίζω
´Κείνος ορίζει τη ζωή εγώ δεν την ορίζω"
"Μαριώ κακό ´ναι να πονείς γι'αυτά που ´χουν περάσει
ο Κύριος σου τα ´δωκε για να σε δοκιμάσει
Και σου τεντώνει τσ´ αντοχές να δει τη δύναμη σου
που ´πα να πει λίγο-πολύ αξίζει η ψυχή σου
Γι' αυτό να προχωρείς μπροστά με καθαρά τα μάτια
Και κάμε τα ´περάσανε σαρανταδυό κομμάτια
Έχει αξία η ζωή και ομορφιές περίσσες
χαρές και λύπες γίνουνται με ίσα ζύγια ίσες
Κι άμα θα βάλεις τη χαρά βαρίδι στην καρδιά σου
η λύπη θα ´ναι πια ´λαφρά στα συναισθήματα σου"
Αυτά επηλοήθηκε ο νιος και πιάνει δρόμο
για το χωριό με τα φτερά του έρωντα στον ώμο
Όλη τη νύχτα το Μαριώ σκεφτότανε τον άντρα
και δε τη νοιάζανε τα ζα απού ´χενε στη μάντρα
ήτανε πάντα η έγνοια τζη στ´αρνιά και στο κοπάδι
μα τώρα όλ´αλλάξανε τ´αποψινό το βράδυ
Εγροίκα τα μιλήματα και τα γλυκά ν-του λόγια
τα ´χε πλεμένα στη σειρά χάντρες σε κομπολόγια
Με βλέφαρα ορθάνοιχτα όνειρα εθωρούσε
κι εσκέφτουνταν ότι ο νιος τρελά την αγαπούσε
Πως την εσφιχταγκάλιαζε στα στιβαρά του χέρια
και ένοιωθε σ´όλο το κορμί να την τρυπούν μαχαίρια
Έβλεπε κι εξανάβλεπε τα καστανά ν-του μάτια
κι ήθελε να γινότανε τσ´αγάπης της παλάτια
Χάιδευε το σφιχτό κορμί με τα καλά τα μύρια
κι ανέβαινε στα φρύδια ν-του τα τοξοτά γεφύρια
Μύριζε την ανάσα του στα χείλια ν-της απάνω
και σαν κεράκι έλειωνε σ´ένα φιλί ν-του πλάνο
Κι άλλες φορές που στο παρόν εγύριζε και πάλι
ένοιωθε πίκρα και καημό που ´χ´ αδειανή-ν αγκάλη
Ετσά εξημερώθηκε λουσμένη στον ιδρώτα
ώσ´τε κι εξανάναψανε του ηλιάτορα τα φώτα
Μα κι ο Μανώλης έβλεπε τον πόθο να στελειώνει
κι ένοιωθε να μην κυβερνά του νου ν-του το τιμόνι
Τόση μεγάλη πεθυμιά δεν είχενε ποτές του
τον σήκωνε ο άνεμος τ´έρωντα στις ριπές του
Σαν το πουλί που ταχτικά βγαίνει ´πο τη φωλιά ντου
σιργουλευτά να βρει φαί να φάει η φαμελιά ντου
μακρά-κοντά όπου μπορεί κι όπου θαρρεί πια κάλια
φτάνει να κάμει τω μικρώ πουλιώ τα παρακάλια
κι α βρίχνει μπόρα δυνατή νυχτιά και κουκοσάλι
θα πάει κόντρα στον καιρό κι ας μη γιαγύρει πάλι
φτάνει να βρει δυο ψίχουλα να δώκει στα παιδιά ντου
ετσά κι εκείνου η σκέψη ντου φεύγει από τη φωλιά ντου
να πα' γυρέψει τ´ όνειρο απού η καρδιά ντου θέλει
και δε λογιάζει τσι καιρούς μήδ´ αν πιαστεί σε τέλι
Για' δεν κατέχει καθα'είς η μοίρα τι τ´ορίζει
για τ´ αύριο καλό κακό αν θα ´ναι ποιος γνωρίζει;
Εκειά που στέκεις στα ψηλά κι απ´ την κορφή ξανοίγεις
δίνει σου η μοίρα μια σπρωξιά και χάμε καταλήγεις
κι άμα μπορείς να σηκωθείς κι άμα μπορείς να τρέξεις
τση πτώσης σου την ε-ντροπή δύσκολα θα ελέγξεις
και δεν ξανανεβαίνεις μπλιο εκειά μην πα' και πέσεις
ετσά ´ν´ ο αγώνας τση ζωής γεμάτος αντιθέσεις
Άμα τη σκέψη κυβερνά τ´ έρωντα το γινάτι
θωρείς τα πάντα φωτεινά με τση καρδιάς το μάτι
θωρείς το κύμ´ ατάραχο μα ´κείνο φουρτουνιάζει
σκοτίδι ρίχνει ο Θεός μα ´συ θωρείς πως λιάζει
Δεν εκοιμήθηκε σταλιά ο Μανωλιός το βράδυ
εύκολος στόχος ήτανε στ´ έρωντα το σημάδι
σ’ ένα μιτάτο μοναχή εζούσενε μια κόρη
π’ ορφάνεψε μικιό παιδί ‘πο μάνα και πατέρα
κι είχε συντρόφους τα πουλιά και τον κρυγιόν αέρα
Είχε για φίλους καρδιακούς του βράχου τα λουλούδια
και τα γλυκοανάσταινε με τρυφερά τραγούδια
Εκείνα ‘ναντρανίζανε στην πρώτη πατουχιά τζη
και στο λεπτό ανθίζανε στ’ ωραίο άκουσμα τζη
Ήτανε κόρη λυγερή στετή σαν τη βελόνα
γλυκιά-γλυκιά και όμορφη ωσάν την ανεμώνα
Μια μέρα-ν ανοιξιάτικη ολόφωτη-ν ημέρα
που εξεμάντρωνε τ’ αρνιά η γλυκοθυγατέρα
θωρεί σκιά να φαίνεται στον ποταμό πιο πέρα
κι εφάνηκε τζη να περνά το μπέτη τζη μια σφαίρα
Βάνει τη χέρα τζη μπροστά στα μάτια τζη γι’ αντήλιο
κι είδε ‘να νιο να πορπατεί που ‘λαμπε σαν τον ήλιο
«ώρα καλή» τση λέει ο νιος «ώρα καλή σου ξένε
τι σ’ έφερε στα μέρη μας π’ αθρώποι δεν τα θένε;
το κρύο δεν τ’ αντέχουνε ‘ποφεύγουνε τα χιόνια
και δεν επάτησε 'παέ ψυχή στα τόσα χρόνια»
Ο νιος εκοντοστάθηκε κι εθώριενε την κόρη
δεν επερίμενε να βρει ζωή σε τέτοια όρη
κι όσο του μίλιε η ‘μορφονιά αηδόνι αυτός εγροίκα
και όσο την εξάνοιγε εγέμιζε με γλύκα
Χτυπούσανε τα στήθια ν-του τρέμαν τα σωθικά ν-του
καμπάνα την ανάσταση εγίνηκ' η καρδιά ν-του
«απ’το χωριό ‘μαι κοπελιά εις τα ριζά πιο κάτω
κι ήρθα να ψάξω για τ΄αρνιά να φτιάξω ‘να μιτάτο
γιατί στον τόπο μου πολλά οζά εμαζωχτήκαν
και μήτε χώρο βόλικο και μήτε χόρτα ‘φήκαν
κι εσκέφτηκα να ‘ρθω ‘παέ στ’ αμάλαγα τα μέρη
να δω να πω του κύρη μου τα πρόβατα να φέρει
Κι όπως θωρώ έχει πολλή τροφή για το κοπάδι
θα πα' να πω του κύρη μου ν’ ανέβουμε-ν ομάδι
Δε θα σε διώξω μα θα μπω στου ποταμού ‘ναν τόπο
μα πε’ μου άμα δέχεσαι αν δε σου κάνει κόπο»
Όση ώρα τση μιλούσ’ ο νιος με τα πολλά τα κάλη
εμέθυσε σα να ‘χε πιει κρασί ένα μπουκάλι
Είχε λεβέντες το χωριό κι έτυχε να το ξέρει
μα η δική ν-του ομορφιά δεν είχε-ν άλλο ταίρι
Κάθε που εκατέβαινε να βρει για το φαί τζη
για γάμους και για προξενειά εχόρταινε τ’ αυτί τζη
Μα το ‘χε πάρει απόφαση πως θα ‘ναι μοναχή τζη
δεν πεθυμούσε άθρωπο να βάλει στη ζωή τζη
Μα ‘δα τα πάντ΄αλλάξανε κι εγύρισε-ν η μοίρα
μ’ας δούμε ήντα τση ‘μελε να πάθ´ η κακομοίρα
Λέει ν-του "κάμε ότι θες ξένε και δε με γνοιάζει
μα τούτ´η γη ´ναι του Θεού κι Εκείνος τη ξομπλιάζει
Θα ´χω κι εγώ ´ναν άθρωπο ν´ αλλάζω μια κουβέντα
απού μιλώ με τα πουλιά με τ´ άνθη και τα δέντρα"
Εκαταχάρηκε-ν ο νιος κι όχι τόσο για τ´άλλα
όσο για ´κείνο που ´νιωσε...τσ´αγάπης την ψιχάλα
Και που ´ξερε πως θα ´κανε γειτόνισσα την κόρη
αυτήν απού του κάρφωσε του έρωντα το δόρυ
Ήπιενε δυο σταλιές νερό που του ´βαλ´η κουτσούνα
κι εγιάγυρε για το χωριό με την καρδιά κουδούνα
Μα εσυνήλθε μια στιγμή και σκέφτηκε τσι τρόπους
τσ´ευγένειας που μ-πρέπουνε σε όλους τους αθρώπους
εγύρισε στην κοπελιά κι είπε "ευχαριστώ σε
μα δεν κατέχω πως σε λεν´ κι εδά γι αυτό ρωτώ σε
Μένα με λένε Μανωλιό και είμαι γιος του Φώτη
και μάθε τέτοια-ν ομορφιά πρώτη φορά θωρώ τη
Να ´σαι καλά να χαίρονται ´κείνοι που σε γνωρίζουν
ο άντρας σου και οι γονιοί την τύχη σου π´ορίζουν"
Εντράπηκε κι εγίνηκε ίδια με το παντζάρι
δε γ-κάτεχε η γνωριμιά ήντα τροπή θα πάρει
"Μαριώ 'ναι μένα τ´όνομα π´ αθρώποι με βαφτίσαν
κι ο πόνος είναι το νερό που μοίρες με ραντίσαν
δεν έχω κύρη στη ζωή μάνα να μ´αναθρέψει
άντρα κι αρραβωνιαστικό για να με κανακέψει
Δεν έχω άλλους αδερφούς μήτ´αδερφές και σόι
θέλει με ο Μεγαλόχαρος σαφή στο μορολόι
Αλλά ετσά ´μαθα να ζω αμοναχή στα όρη
και δε με νοιάζουν οι καιροί μήδε το ξεροβόρι
Κι ότι μου δίνει ο Θεός σίγουρα θα τ´αξίζω
´Κείνος ορίζει τη ζωή εγώ δεν την ορίζω"
"Μαριώ κακό ´ναι να πονείς γι'αυτά που ´χουν περάσει
ο Κύριος σου τα ´δωκε για να σε δοκιμάσει
Και σου τεντώνει τσ´ αντοχές να δει τη δύναμη σου
που ´πα να πει λίγο-πολύ αξίζει η ψυχή σου
Γι' αυτό να προχωρείς μπροστά με καθαρά τα μάτια
Και κάμε τα ´περάσανε σαρανταδυό κομμάτια
Έχει αξία η ζωή και ομορφιές περίσσες
χαρές και λύπες γίνουνται με ίσα ζύγια ίσες
Κι άμα θα βάλεις τη χαρά βαρίδι στην καρδιά σου
η λύπη θα ´ναι πια ´λαφρά στα συναισθήματα σου"
Αυτά επηλοήθηκε ο νιος και πιάνει δρόμο
για το χωριό με τα φτερά του έρωντα στον ώμο
Όλη τη νύχτα το Μαριώ σκεφτότανε τον άντρα
και δε τη νοιάζανε τα ζα απού ´χενε στη μάντρα
ήτανε πάντα η έγνοια τζη στ´αρνιά και στο κοπάδι
μα τώρα όλ´αλλάξανε τ´αποψινό το βράδυ
Εγροίκα τα μιλήματα και τα γλυκά ν-του λόγια
τα ´χε πλεμένα στη σειρά χάντρες σε κομπολόγια
Με βλέφαρα ορθάνοιχτα όνειρα εθωρούσε
κι εσκέφτουνταν ότι ο νιος τρελά την αγαπούσε
Πως την εσφιχταγκάλιαζε στα στιβαρά του χέρια
και ένοιωθε σ´όλο το κορμί να την τρυπούν μαχαίρια
Έβλεπε κι εξανάβλεπε τα καστανά ν-του μάτια
κι ήθελε να γινότανε τσ´αγάπης της παλάτια
Χάιδευε το σφιχτό κορμί με τα καλά τα μύρια
κι ανέβαινε στα φρύδια ν-του τα τοξοτά γεφύρια
Μύριζε την ανάσα του στα χείλια ν-της απάνω
και σαν κεράκι έλειωνε σ´ένα φιλί ν-του πλάνο
Κι άλλες φορές που στο παρόν εγύριζε και πάλι
ένοιωθε πίκρα και καημό που ´χ´ αδειανή-ν αγκάλη
Ετσά εξημερώθηκε λουσμένη στον ιδρώτα
ώσ´τε κι εξανάναψανε του ηλιάτορα τα φώτα
Μα κι ο Μανώλης έβλεπε τον πόθο να στελειώνει
κι ένοιωθε να μην κυβερνά του νου ν-του το τιμόνι
Τόση μεγάλη πεθυμιά δεν είχενε ποτές του
τον σήκωνε ο άνεμος τ´έρωντα στις ριπές του
Σαν το πουλί που ταχτικά βγαίνει ´πο τη φωλιά ντου
σιργουλευτά να βρει φαί να φάει η φαμελιά ντου
μακρά-κοντά όπου μπορεί κι όπου θαρρεί πια κάλια
φτάνει να κάμει τω μικρώ πουλιώ τα παρακάλια
κι α βρίχνει μπόρα δυνατή νυχτιά και κουκοσάλι
θα πάει κόντρα στον καιρό κι ας μη γιαγύρει πάλι
φτάνει να βρει δυο ψίχουλα να δώκει στα παιδιά ντου
ετσά κι εκείνου η σκέψη ντου φεύγει από τη φωλιά ντου
να πα' γυρέψει τ´ όνειρο απού η καρδιά ντου θέλει
και δε λογιάζει τσι καιρούς μήδ´ αν πιαστεί σε τέλι
Για' δεν κατέχει καθα'είς η μοίρα τι τ´ορίζει
για τ´ αύριο καλό κακό αν θα ´ναι ποιος γνωρίζει;
Εκειά που στέκεις στα ψηλά κι απ´ την κορφή ξανοίγεις
δίνει σου η μοίρα μια σπρωξιά και χάμε καταλήγεις
κι άμα μπορείς να σηκωθείς κι άμα μπορείς να τρέξεις
τση πτώσης σου την ε-ντροπή δύσκολα θα ελέγξεις
και δεν ξανανεβαίνεις μπλιο εκειά μην πα' και πέσεις
ετσά ´ν´ ο αγώνας τση ζωής γεμάτος αντιθέσεις
Άμα τη σκέψη κυβερνά τ´ έρωντα το γινάτι
θωρείς τα πάντα φωτεινά με τση καρδιάς το μάτι
θωρείς το κύμ´ ατάραχο μα ´κείνο φουρτουνιάζει
σκοτίδι ρίχνει ο Θεός μα ´συ θωρείς πως λιάζει
Δεν εκοιμήθηκε σταλιά ο Μανωλιός το βράδυ
εύκολος στόχος ήτανε στ´ έρωντα το σημάδι
Η φαμελιά του κύρη ντου του Αραμπακοφώτη
σ´άλλους καιρούς λογίζουνταν μες στο χωριό η πρώτη
μα εκακοφημίστηκε ´πο μια παλιά βεντέτα
π´ ο Φώτης δεν επάλεψε ως ήπρεπε στα ντρέτα
κι εσκότωσε πισόπλατα τον Αλμπαντομιχάλη
(κατα πως λένε άνατρα τράβηξε τη σκαντάλη)
Ετότες όλο το χωριό -την εποχή-ν εκείνη-
το Φώτη κατηγόρησε κι άρχιξε να τον κρίνει
πως αγαπούσε μυστικά του Μίχαλου το ταίρι
και τονε σκότωσε για μιας σαν πήγε το χαμπέρι
στο Μίχαλο ότι ποθεί ο Φώτης την κερά ντου
για να βαστάξει ασφαλή ´κείνος τη φαμελιά ντου
Και -λένε πως- στα ´ννιάμερα πάλι του μακαρίτη
στση χηρεμένης μπήκενε νύχτα κρυφά το σπίτι
και δίχως λόγο κι αφορμή τη σκότωσε και ´κείνη
ο έρωντας τους μυστικός στον κόσμο ν´ απομείνει
Την αμαρτία ξέπλυνε με αμαρτιά άλλη
μπροστά στα μάθια του Θεού άσκημη και μεγάλη
Γι' αυτό κι οι χωριανοί μετά τονε παραμερίσαν
και την κερά ντου και το γιο στη μοίρα ντους αφήσαν
Όλοι ντους οι συχωριανοί χρόνια δεν τζι μιλούνε
και πίσω από την πλάτη ντους τσι βλαστημιές γροικούνε
Αυτή ´ναι η κατακραυγή από την κοινωνία
όπου γυρίζεις να θωρείς οργή και ειρωνεία
Κι είν´ ένας θάνατος αργός μ´ αβέβαιο το τέλος
σε σημαδεύει η ζωή σαν πυρωμένο βέλος
Κι εκειά που λες "δώσε μου μια Θε μου να τελειώνω"
το μόνο πράμα που θωρείς είναι το βέλος μόνο
ανάμεσα στα μάτια σου στο κούτελο απάνω
και όλο κλαις φωνάζοντας "Θε μου κι ηντά θα κάνω"
Την τρέλα με τη λογική χωρίζει τσι ένα φύλλο
που κόβεται με τη βροχή ή λιώνει με τον ήλιο
Στ´ άγουρου αθρώπου το μυαλό τα φύλλα δε χαλούνε
όμως σ´αυτό του γνωστικού ολημερίς μαδούνε
κι άμα τση γνώσης το δεντρό δεν κάνει φυλλωσ´ άλλη
θα να βουλιάξει το μυαλό στση λήθης την αθάλη
Κι ίδια την ίδια τη στιγμή το σώμα γαληνεύγει
και το ηφαίστειο τση ψυχής καθίζει κι ημερεύγει
σ´άλλους καιρούς λογίζουνταν μες στο χωριό η πρώτη
μα εκακοφημίστηκε ´πο μια παλιά βεντέτα
π´ ο Φώτης δεν επάλεψε ως ήπρεπε στα ντρέτα
κι εσκότωσε πισόπλατα τον Αλμπαντομιχάλη
(κατα πως λένε άνατρα τράβηξε τη σκαντάλη)
Ετότες όλο το χωριό -την εποχή-ν εκείνη-
το Φώτη κατηγόρησε κι άρχιξε να τον κρίνει
πως αγαπούσε μυστικά του Μίχαλου το ταίρι
και τονε σκότωσε για μιας σαν πήγε το χαμπέρι
στο Μίχαλο ότι ποθεί ο Φώτης την κερά ντου
για να βαστάξει ασφαλή ´κείνος τη φαμελιά ντου
Και -λένε πως- στα ´ννιάμερα πάλι του μακαρίτη
στση χηρεμένης μπήκενε νύχτα κρυφά το σπίτι
και δίχως λόγο κι αφορμή τη σκότωσε και ´κείνη
ο έρωντας τους μυστικός στον κόσμο ν´ απομείνει
Την αμαρτία ξέπλυνε με αμαρτιά άλλη
μπροστά στα μάθια του Θεού άσκημη και μεγάλη
Γι' αυτό κι οι χωριανοί μετά τονε παραμερίσαν
και την κερά ντου και το γιο στη μοίρα ντους αφήσαν
Όλοι ντους οι συχωριανοί χρόνια δεν τζι μιλούνε
και πίσω από την πλάτη ντους τσι βλαστημιές γροικούνε
Αυτή ´ναι η κατακραυγή από την κοινωνία
όπου γυρίζεις να θωρείς οργή και ειρωνεία
Κι είν´ ένας θάνατος αργός μ´ αβέβαιο το τέλος
σε σημαδεύει η ζωή σαν πυρωμένο βέλος
Κι εκειά που λες "δώσε μου μια Θε μου να τελειώνω"
το μόνο πράμα που θωρείς είναι το βέλος μόνο
ανάμεσα στα μάτια σου στο κούτελο απάνω
και όλο κλαις φωνάζοντας "Θε μου κι ηντά θα κάνω"
Την τρέλα με τη λογική χωρίζει τσι ένα φύλλο
που κόβεται με τη βροχή ή λιώνει με τον ήλιο
Στ´ άγουρου αθρώπου το μυαλό τα φύλλα δε χαλούνε
όμως σ´αυτό του γνωστικού ολημερίς μαδούνε
κι άμα τση γνώσης το δεντρό δεν κάνει φυλλωσ´ άλλη
θα να βουλιάξει το μυαλό στση λήθης την αθάλη
Κι ίδια την ίδια τη στιγμή το σώμα γαληνεύγει
και το ηφαίστειο τση ψυχής καθίζει κι ημερεύγει
Συνεχίζεται...
Γιώργος Μανθαιάκης
Γιώργος Μανθαιάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου