Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

όλα τα άφησες εδώ...


Κουρνιάζω στο μουντό σαλόνι
σαν ένας γέρος που κρυώνει
κι η σκέψη σου μ´ ακολουθεί
μπορεί να λείπεις μα είσαι ´κει
Ανοίγω την τηλεόραση
ψάχνοντας μία πρόφαση
να πως της σκέψης "άλλαξε"
μα εκείνη καταστάλλαξε...
Στ´άδειο δωμάτιο ψάχνω...τί;
ένα αναπάντητο γιατί
γυρίζει στον αέρα
και με τρυπά σαν σφαίρα
Όλα τα άφησες εδώ
τα πάντα σε θυμίζουν
τα βράδια ψιθυρίζουν
πως θα ´ρθεις λίγο να σε δω
Όλα τα ξέχασες εδώ
τα χάδια του έρωτα σου
τις στάλες της χαράς σου
κι εγώ ο τρελός τα συντηρώ
Γιώργος Μανθαιάκης 

ΝΑ 'ΜΟΥΝΑ ΕΝΑ ΠΡΟΒΑΤΟ

Να ´μουνα ένα πρόβατο ένα μικρό αρνάκι
στη Φάτνη όταν ο Χριστός άνοιγε το ματάκι
Ν´ ακούω απ´ τον ουρανό το "δόξα εν υψίστοις"
και τ´ άστρο να με φώτιζε στο σπήλαιο της πίστης
Να έβλεπα τον σεβασμό των μάγων με τα δώρα
απέναντι στον Ιησού την ´βλογημένη ώρα
Να ζέσταινα το σπήλαιο με την ανασεμιά μου
να συμμετείχα στη χαρά μαζί σου Παναγιά μου
Να μ´έλουζε το άγιο φως του φωτοστέφανου Του
να κέρδιζα την εύνοια του ταπεινού κυρού Του
Και πως θα ´θελα να ´μουνα ´κεινο το προβατάκι
να μ´ευλογούσε ο Χριστός με τ´ άγιο Του χεράκι
Γιώργος Μανθαιάκης

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΜΕ ΧΤΑΠΟΔΑΚΙ


Σε μια θάλασσα αφράτη
ζούσε ένα χταποδάκι
στα ρηχά τσαλαβουτούσε
και στο κύμα κολυμπούσε
Χταποδάκι χταποδάκι
άπλωσε το ποδαράκι
να καθίσει το παιδάκι
ν´ ανεβείτε στο βραχάκι
Χταποδάκι χταποδάκι
πάμε ως το λιμανάκι
να κινήσει το βαρκάκι
στου πελάγου τ´αεράκι
Να μας πάρει μακρυά
στου ονείρου τα νερά
που ´χει κι άλλα χταποδάκια
π´ αγαπάνε τα παιδάκια
Να βρεθούμε με χαρά
και να παίξουμε παιδιά
να περάσουμε καλά
με τον ήλιο αγκαλιά
Γιώργος Μανθαιάκης

ΚΑΙΕΙ Ή ΑΡΧΕΙ;

Είναι το πλέον πιθανό τ´ "όνειρο" να σε κάψει
προτού να σβήσεις τη φωτιά στα στήθια που ´χει ανάψει...
Μα υπάρχει μια περίπτωση, σπάνια, μα υπάρχει,
που γίνεται αληθινό και στη ζωή μας άρχει...
Γιώργος Μανθαιάκης

ΞΑΝΑΔΕΣ ΠΛΑΣΜΑ ΠΟΥΘΕΝΑ ΝΑ ΖΕΙ ΜΕΣ ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΙΑ;

Ξανάδες πλάσμα πουθενά να ζει μες στα χαράκια;
στ´ αόρη να ´χει τη φωλιά πάνω κι απ´ τα γεράκια;
Να διαφεντεύει τα βουνά με περηφάνια τόση
και να πετά μ´ αέρηδες και χιόνι να ´χει στρώσει;
Το βλέμμα να ´χει κοφτερό καρδιά γεμάτη θάρρος;
να αισθάνεται ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ χωρίς κανένα βάρος;
Πώς να μπορέσει άνθρωπος πάνω στη γη να φτάσει
το καθαρό του πέταγμα και να τον ξεπεράσει;
Γι αυτούς τους λόγους και πολλούς όπως κι αυτούς ακόμα
ζηλεύουμε τον αετό όσοι πατούμε χώμα.....
Γιώργος Μανθαιάκης

ΚΙ ΕΣΥ ΤΟ ΕΙΔΕΣ...

Κι εσύ στην απογευματινή σου βόλτα το είδες το παιδί που κοιμόταν μέσα στη λάσπη,
κάτω από τον πλάτανο που στολίζει τις όχθες του ρυακιού...
Εκεί, δίπλα από το παλιό γεφύρι, κουλουριασμένο μήπως βρει ζεστασιά μέσα στο ίδιο του το σώμα
και σκεπασμένο με λογιών-λογιών χαρτόνια....
Κι όλοι όσοι πέρασαν το είδαν και διέκρινες στο ύφος τους το αίσθημα της λύπησης.
Όπως το βλέμμα σου έπεφτε στους μορφασμούς των περαστικών,
συνέλαβες τον εαυτό σου να κάνει ακριβώς τον ίδιο
και αμέσως μετά ένας κόμπος έσφιξε την καρδιά σου, 
καθώς ο αέρας τίναξε με βία μερικά χαρτόνια πάνω από το ταλαιπωρημένο παιδάκι.
Σκέφτηκες: "γιατί δεν βρίσκεται κάποιος να βοηθήσει αυτό το παιδί;" 

και έπειτα δίχως να βγάλεις τα χέρια από τις τσέπες του ακριβού σου παντελονιού, 
σηκώθηκες να φύγεις γιατί δεν άντεχες το θέαμα...
Όταν αργότερα διήγηθηκες στην παρέα σου το συμβάν και σε ρώτησαν γιατί δεν πήγες κοντά, 

έστω να ξαναρίξεις το χαρτόνι πάνω του, είπες "μα πως να πάω κοντά αφού είχε λάσπες;"...
Γιώργος Μανθαιάκης

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟΥ ΓΡΥΛΛΟΥ...


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ...ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΘΑΙΑΚΗΣ
"Απόψε σε πεθύμησα και στο μυαλό μου σ'έχω
θ´ αφήσω τον εγωισμό, μακρυά σου δεν αντέχω...
Θα κάνω τα χιλιόμετρα μέτρα και δε θ´ αργήσω
και στην παλιά φωλίτσα μας τρέχοντας θα γυρίσω,
Ν´ ανοίξω την αγκάλη μου μέσα της να σε σφίξω
χείλια, κορμί και μάγουλα μες στα φιλιά θα πνίξω...
Να ´ξερες πως μου έλειψε το λάγνο σου το βλέμμα
η όμορφη φωνούλα σου...μου φαίνεται σαν ψέμα...
Θα γίνω απόψε δέσμιος πάλι της μυρωδιάς σου
που αναβλύζει το κορμί κι η τρυφερή καρδιά σου..."
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ...ΖΕΡΒΟΥ ΤΡΙΑΔΑ
Αν με πεθύμησες ως λές,στην αγκαλιά μου έλα,
πριχού να κάμω μάτια μου κιαμμιά μεγάλη τρέλα.
Είμαι χιλιόμετρα μακριά,μα ποιος τα λογαριάζει,
η αγάπη σου στην πλάτη μου πάλι φτερά μου βάζει.
Στα βαθυγάλανα νερά τση πεθυμιάς να πέσω
στα μεταξένια χείλη σου, το όνειρο να δέσω
Κατέχω του πως σου'λειψα,μα μου 'λειψες κι εμένα,
έλα και σου'χω δυο φιλιά,στο στόμα φυλαγμένα.
Που θα σου δέσουν την καρδιά,απάνω στην δική μου,
και θα σε λέω αγάπη μου,ζωή μοναδική μου
ΦΟΒΟΣ...ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΘΑΙΑΚΗΣ
"Μα αν τύχει κι έκανες δεσμό; πως θα σε αντικρύσω...;
με τι κουράγιο θα σταθώ όρθιος να μη λυγίσω...;
Αν σ´ έχει άλλος αγκαλιά όταν χτυπώ την πόρτα;
τι λέξεις θα ´χω να σου πω πως θα σε δω σαν πρώτα...;
Και αν μου πεις δε μ´ αγαπάς και μονομιάς με διώξεις;
πως θα τ´ αντέξει η καρδιά...στα δύο αν την κόψεις...;
Και αν από το στόμα σου ακούσω "βρήκα άλλο
καλύτερο κι ευτύχησα"; τί υπότιτλους να βάλω...;"
ΦΟΒΟΣ...ΖΕΡΒΟΥ ΤΡΙΑΔΑ
Φωνιάζει μου πως μ'αγαπά,μα αληθινά το λέει;
ή έχει κι άλλη στο χωριό,για πάρτη ντου να κλαίει;
Χριστέ μου ανε τονε δω,άλλη αγκαλιά να έχει,
θα σπάσω την κεφάλα ντου μόνο να το κατέχει.
Φαντάσου άμα τονε δω να μου το ξεφουρνίσει,
πως βρήκε άλλη και σε με,δεν θα ξαναγυρίσει...
Και να μου πει χωρίζουμε,θε μου πως θα τ'αντέξω;
θα μου σαλέψει το μυαλό,θαρρώ πως θα τα παίξω...
ΕΓΩΙΣΜΟΣ...ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΘΑΙΑΚΗΣ
"Ε άει παράτα μας μωρή κι εσύ κι ο γκόμενος σου,
οι μυρωδιές και το κορμί και κάθε τι δικό σου...
Ποιος είμαι εγώ που θα μου πεις πως βρήκες άντρα άλλο;
αν και για τ´ αντριλίκι του σίγουρα αμφιβάλλω...
Δε θα ´ναι καν´νας όμορφος αφού θα σ´ έχει ταίρι...
μάλλον από καν´α χωριό τσοπάνη έχεις φέρει....
Δεν έρχομαι και κάτσε ´κει με το βοσκό αντάμα...
κι άμα θα ψάχνεις άντρακλα κάμε κανένα τάμα"
ΕΓΩΙΣΜΟΣ...ΖΕΡΒΟΥ ΤΡΙΑΔΑ
Παει καιρός παράορε, που σ'εχω παρετήσει,
η λεβεντιά απου 'χενες σ'έχει αποχαιρετήσει...
Οσο για τ'αντριλίκι ντου,καλλιά να μη μιλήσω,
φαντάσου!!Οντε τονε δω,γλακώ να τον φιλήσω...
Κι είναι Θεός Ολύμπιος,έχει δυό μέτρα μπόι,
όσο δεν είχενες εσύ και όλο σου το σόι.
Και είναι κι επιστήμονας,εσύ 'σουνα τσομπάνης,
και μόνο ενα πορόκλαδο εκάτεχες να βάνεις...

ΕΠΟΧΕΣ


Καλοκαίρι
Θάλασσα ήλιος χρώματα απ´ το πρωί στημένα
κι αργότερα ακρογιαλιές λουσμένες στο φεγγάρι
να καρτερούν ανελλιπώς πλάσματα αγαπημένα
να τους προσθέσει κάθε τι μια πινελιά από χάρη
Κοίταξε πως η ανατολή γαλήνια χαρίζει
ελπίδας γνώση στην ψυχή και στο μυαλό εικόνες
Στον πρωινό τον ουρανό καρδιά που φτερουγίζει
σαν θεία λάμψη και γελά στου κόσμου τους θαμώνες
Του δειλινού κεράσματα σε όλες τις αισθήσεις
τα χρωμολαμπυρίσματα που αντανακλά το κύμα
Του ηλιάτορα το βύθισμα φρόντισε να το ζήσεις
με ευφορία παιδική αλλιώς θα είναι κρίμα
Αρώματα και μουσικές γεμάτες μεγαλείο
διασκορπά με σιγουριά το απαλό αγέρι
Σα να διαβάζω της ζωής το μαγικό βιβλίο
αισθάνομαι κάθε φορά που ζω το καλοκαίρι
Φθινόπωρο
Κοίτα! τα φύλλα πέφτουνε ανάλαφρα στο χώμα
σαν κιτρινίζουν τα κλαδιά και η αυγή νοτίζει
Στου Φθινοπώρου την σιωπή ανατριχιά το σώμα
στα πρωτοβρόχια της ζωής το είναι μου γυρίζει
Τα σύννεφα στον ουρανό κρατούν αχνή πορεία
σαν πλοία που η ρότα τους είναι καθορισμένη
Μια κουστωδία ψυχική που γράφει ιστορία
μια εποχή που οι αλλαγές έχουν στιγματισμένη
Έχει και το Φθινόπωρο παραμυθένια χάρη
όλα τριγύρω αλλάζουνε σεβόμενα τη φύση
Σαν λάμψει ο ήλιος δυνατά κρύβεται το φεγγάρι
όμως ποτέ η μαγεία του δεν πρόκειται να δύσει
Χειμώνας
Μέσα σε μαύρα σύννεφα ο ουρανός πνιγμένος
κρύα η πλάση μα οι καρδιές με θέρμη ποτισμένες
Ο νους μες στις ολόλευκες νιφάδες βυθισμένος
έφτασαν τα Χριστούγεννα ημέρες αγιασμένες
Παρέες φίλοι συγγενείς στο τζάκι μαζεμένοι
και ο παππούς στη μια μερά να λέει ιστορίες
Εδώ η οικογένεια μ´αυτά είναι δεμένη
καθώς στον κύκλο της φωτιάς φωλιάζουν εμπειρίες
Ανθίζουν οι αμυγδαλιές αλκυωνίδες μέρες
σημάδια ανόρθωσης ψυχής της άνοιξης προοίμιο
Όσο και να προσπάθησε δεν πιάσαν οι φοβέρες
κι οι εικασίες που ήθελαν τη χειμωνιά σαν δήμιο
Άνοιξη
Από την πρώτη μέρα της Ανάσταση μυρίζει
του Χριστιανού η προσμονή μετ´ άπο Άγια Πάθη
Αρώματα και ευωδιές απανταχού χαρίζει
γεννόντας τριαντάφυλλα με σώμα απ´ αγκάθι
Αποκριάτικη στολή φορεί πάνω απ´τα ρούχα
το κέφι χαρισματικά στα ουράνια εξυψώνει
Άνοιξη μάνα τρυφερή κόρη προνομιούχα
αισθήσεις και αισθήματα στην πλάση καθηλώνει
Προάγγελο καλοκαιριού στέλνει τα χελιδόνια
δίνει στην κάμπια χρώματα και να πετά την κάνει
Ρίχνει στη μαύρη λησμονιά το κρύο και τα χιόνια
χατήρι της τα όνειρα βγαίνουν στο με'ι'ντάνι
Κάθ´ εποχή στον κόσμο αυτό έχει δικιά της χάρη
και διασκορπά μες στις ψυχές όνειρα και ελπίδες
Δε θα ´ταν όμορφη η γη αν είχε το φεγγάρι
μόνιμη λάμπα τ´ ουρανού χωρίς τις ηλιαχτίδες
Γιώργος Μανθαιάκης

Η ΣΤΙΓΜΗ

Είναι "η στιγμή", εκείνη που σε κυνηγά μια ζωή.
Εκείνη, που προτάσσοντας
ακλόνητα επιχειρήματα
σε καθίζει κάθε τόσο στο σκαμνί.
Συχνά, τσακίζει στο ξύλο την ψυχή σου
κι αυτή βουβή, γλύφει τις πληγές της
σαν το ματωμένο σκυλί.
Εκείνη "η στιγμή", πάντα προβάλλει ως νικήτρια
στα μάτια των συνανθρώπων σου
-έτσι τουλάχιστον διατείνεται η ψυχή σου-...
"Αφεντικό, χάσαμε... Από τη μια στιγμή στην άλλη...", σου λέει.
Και όλο εκείνη "η στιγμή" θριαμβεύει...
"Βλέποντας την ηττοπάθεια μας,
θα μας χειραγωγεί μια ζωή, ψυχή μου...",
της λες εσύ και μετά σου κάνει μούτρα.
Κι όλο περισσότερες τέτοιες "στιγμές"
μετακομίζουν εντός της
και όλο περισσότερο την κάνουν να ματώνει...
Γιώργος Μανθαιάκης

ΜΑΝΑ ΕΙΚΟΝΑ ΑΓΙΑ

Μάνα εικόνα άγια βάλσαμο της ζωής μου
νερό του νου και της καρδιάς λίπασμα της ψυχής μου
Δε θα σου πω τα τυπικά απόψε στη γιορτή σου
απλά θα πω σ´ευχαριστώ απού ´μαι το παιδί σου
Ευχαριστώ και το Θεό που μ´έστειλε σε σένα
κι εχάρισες μου τση ψυχής κομμάτια μυρωμένα
Προσεύχομαι στην Παναγιά μάνα να σε προσέχει
αγνή γλυκιά και όμορφη χρόνια πολλά να σ´έχει
Να ´σαι καλά να χαίρομαι κι εγώ κι η φαμελιά σου
ο κύρης και τ´αδέρφια μου τ´αδέρφια τα δικά σου
Γιώργος Μανθαιάκης

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ


ΖΕΡΒΟΥ ΤΡΙΑΔΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΘΑΙΑΚΗΣ
ΤΡΙΑΔΑ ΖΕΡΒΟΥ:
Το ταξίδι του νου μου, απόψε μου τέλειωσε,
χάρτινο είδωλο, που η υγρασία το έλιωσε,
ξεχασμένο στης λήθης ,το γεμάτο πηγάδι,
στα θολά νερά επιπλέει,ένα λάθος σημάδι...
Κλείσανε οι πύλες στα μικρά ονειροδρόμια,
το βήμα μου σέρνω,σε λερά πεζοδρόμια,
ξεχνιέμαι και τρέχω, μοναχά όταν βρέχει,
η βροχή να ξεπλύνει το σώμα που έχει,
την δική σου σφραγίδα,ανεξίτηλη,γκρίζα,
με μανία την τρίβω,να βγει απ'την ρίζα,
μα άδικος κόπος...μονάχα ματώνω,
το ταξίδι του νου μου και παλι σκοτώνω...
Αφήνω τη σκέψη ελεύθερη,μα πως να πετάξει;
Οι δικές σου οι φωτιές την έχουν ρημάξει...
Καθηλώθηκε απόψε,σ'υγρασίας κανάλι,
σκεπασμένη με λάθη,δυσβάσταχτα πάλι...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΘΑΙΑΚΗΣ:
Άσε το νου να τραβήξει μια ρότα
έναυσμα δώσε να μπαρκάρει σαν πρώτα
Βγάλ' απ΄τ' αμπάρια το νερό τ' αλμυρό
λύσε τους κάβους με μυαλό καθαρό
Μην εξωκείλεις στης γης τα "πιστεύω"
βάλε κατάρτι το δικό σου "λατρεύω"
Νιώσε στο σώμα αρμυρή τη βροχή
συνένοχος γίνε με την αντοχή
Του ορίζοντα οι πύλες τότε θ' ανοίξουν
της Ιθάκης το δρόμο ξανά να σου δείξουν
Με γαλήνη η πλώρη το κύμα θα σκίζει
κι η σκουριά το κατάστρωμα πια δεν θ' αγγίζει
Μια σφραγίδα με χρώμα κατακόκκινο λάβρο
θα καλύψει με πείσμα των καιρών σου το μαύρο
Άσπρος ήλιος ξανά θ' ανατείλει
στου Καιάδα τα βάθη το σκοτάδι να στείλει

ΔΕ ΘΑ ´ΝΑΙ ΟΝΕΙΡΟ (ΡΙΖΙΤΙΚΟ)


Ήτυχε ν´ ανταμώσουμε από νωρίς το δείλι
μετά ´πο χρόνια και καιρούς στου ήλιου τη γλυκάδα
Εφόριες άσπρη φορεσά παλιά και λερωμένη
κι ήταν η όψη σου χλωμή και κακοποδομένη
Είπες μου με παράπονο του κόσμου τσ´ ιστορίες
κι ήκλαιγα σα μικιό παιδί χωρίς να ξέρω γιάντα
Είπα σου πόσο μου ´λειψε τέθοια λογής παρέα
κι η όψη σου συννέφιασε και γύρισες το βλέμμα
Ύστερα βιάστηκες να πεις "ώρα καλή αδερφέ μου"
κι ήφυγες μ´ένα σύννεφο απάνω στα ουράνια
"Ώρα καλή αδέρφι μου" εφώναζα ´πο κάτω
και ξαφνικά εξύπνησα με πλανταμένα μάθια
Άμε χαμένε φίλε μου στου παραδείσου τ´άστρα
κι ορκίζομαι πως μια βραδιά εκειά θ´ανταμωθούμε
Κι αυτό δε θα ´ναι όνειρο...
Γιώργος Μανθαιάκης

ΣΤΟ ΜΠΑΡ...


Στ´ αυτί μιλάς και του γελάς...τί άθλια εικόνα...
κι αυτός κρατάει αγκαλιά το ακριβό σου σώμα...
Κι εγώ να στέκω σαν χαζός, εκεί στου μπαρ την άκρη,
να τρέχει απ´ τα μάτια μου σαν ποταμός το δάκρυ...
Άνοιξε γη μέσα να μπω κι ύστερα πάλι κλείσε...
έτσι κι αλλιώς προορισμός γοργός για μένα είσαι...
Εκείνη που αγάπησα και δόθηκα με πάθος,
με πούλησε γιατί ήμουνα, λέει, απλά ένα λάθος......
Κι ο φίλος μου ο παιδικός και τώρα έρωτάς της,
φαντάζει πλέον σαν Θεός στα μάτια τα δικά της...
Στου μπαρ τη σκοτεινή γωνιά, που έπνιγα τον καημό μου,
ότι αγάπησα πολύ, έγινε θανατός μου.....
Γιώργος Μανθαιάκης

ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ


Βλέπω νταλίκες να περνούν απ´ το μεγάλο δρόμο
κι εγώ στο χωματόδρομο μ´ ένα μπουφάν στον ώμο,
μετρώ τα βήματα αργά σα χάντρες ένα-ένα,
στο κομπολόι του καημού, στου έρωτα το ψέμα...
Οδός ονείρου ήσουνα, τέρμα, προορισμός μου
στη μοναξιά της διαδρομής φάνταζες άνθρωπός μου...
Και αν εσύ προτίμησες ν´ αλλάξεις δρομολόγιο,
μάθε δεν έχει άπειρα φύλλα το ημερολόγιο...
R
Δρομολόγιο του πόνου
στην οδό του παραπόνου
δε μου έμειν´ άλλο δάκρυ
πριν απ´ του γκρεμού την άκρη
Διαδρομή στην αγωνία
και η θλίψη στη γωνία
χάρος που καραδοκεί
το μοιραίο να συμβεί
Γιώργος Μανθαιάκης

ΜΑΡΙΩ

Κείνους τσι χρόνους τσι παλιούς εις του νησιού τα όρη
σ’ ένα μιτάτο μοναχή εζούσενε μια κόρη
π’ ορφάνεψε μικιό παιδί ‘πο μάνα και πατέρα
κι είχε συντρόφους τα πουλιά και τον κρυγιόν αέρα
Είχε για φίλους καρδιακούς του βράχου τα λουλούδια
και τα γλυκοανάσταινε με τρυφερά τραγούδια
Εκείνα ‘ναντρανίζανε στην πρώτη πατουχιά τζη
και στο λεπτό ανθίζανε στ’ ωραίο άκουσμα τζη
Ήτανε κόρη λυγερή στετή σαν τη βελόνα
γλυκιά-γλυκιά και όμορφη ωσάν την ανεμώνα
Μια μέρα-ν ανοιξιάτικη ολόφωτη-ν ημέρα
που εξεμάντρωνε τ’ αρνιά η γλυκοθυγατέρα
θωρεί σκιά να φαίνεται στον ποταμό πιο πέρα
κι εφάνηκε τζη να περνά το μπέτη τζη μια σφαίρα
Βάνει τη χέρα τζη μπροστά στα μάτια τζη γι’ αντήλιο
κι είδε ‘να νιο να πορπατεί που ‘λαμπε σαν τον ήλιο
«ώρα καλή» τση λέει ο νιος «ώρα καλή σου ξένε
τι σ’ έφερε στα μέρη μας π’ αθρώποι δεν τα θένε;
το κρύο δεν τ’ αντέχουνε ‘ποφεύγουνε τα χιόνια
και δεν επάτησε 'παέ ψυχή στα τόσα χρόνια»
Ο νιος εκοντοστάθηκε κι εθώριενε την κόρη
δεν επερίμενε να βρει ζωή σε τέτοια όρη
κι όσο του μίλιε η ‘μορφονιά αηδόνι αυτός εγροίκα
και όσο την εξάνοιγε εγέμιζε με γλύκα
Χτυπούσανε τα στήθια ν-του τρέμαν τα σωθικά ν-του
καμπάνα την ανάσταση εγίνηκ' η καρδιά ν-του
«απ’το χωριό ‘μαι κοπελιά εις τα ριζά πιο κάτω
κι ήρθα να ψάξω για τ΄αρνιά να φτιάξω ‘να μιτάτο
γιατί στον τόπο μου πολλά οζά εμαζωχτήκαν
και μήτε χώρο βόλικο και μήτε χόρτα ‘φήκαν
κι εσκέφτηκα να ‘ρθω ‘παέ στ’ αμάλαγα τα μέρη
να δω να πω του κύρη μου τα πρόβατα να φέρει
Κι όπως θωρώ έχει πολλή τροφή για το κοπάδι
θα πα' να πω του κύρη μου ν’ ανέβουμε-ν ομάδι
Δε θα σε διώξω μα θα μπω στου ποταμού ‘ναν τόπο
μα πε’ μου άμα δέχεσαι αν δε σου κάνει κόπο»
Όση ώρα τση μιλούσ’ ο νιος με τα πολλά τα κάλη
εμέθυσε σα να ‘χε πιει κρασί ένα μπουκάλι
Είχε λεβέντες το χωριό κι έτυχε να το ξέρει
μα η δική ν-του ομορφιά δεν είχε-ν άλλο ταίρι
Κάθε που εκατέβαινε να βρει για το φαί τζη
για γάμους και για προξενειά εχόρταινε τ’ αυτί τζη
Μα το ‘χε πάρει απόφαση πως θα ‘ναι μοναχή τζη
δεν πεθυμούσε άθρωπο να βάλει στη ζωή τζη
Μα ‘δα τα πάντ΄αλλάξανε κι εγύρισε-ν η μοίρα
μ’ας δούμε ήντα τση ‘μελε να πάθ´ η κακομοίρα
Λέει ν-του "κάμε ότι θες ξένε και δε με γνοιάζει
μα τούτ´η γη ´ναι του Θεού κι Εκείνος τη ξομπλιάζει
Θα ´χω κι εγώ ´ναν άθρωπο ν´ αλλάζω μια κουβέντα
απού μιλώ με τα πουλιά με τ´ άνθη και τα δέντρα"
Εκαταχάρηκε-ν ο νιος κι όχι τόσο για τ´άλλα
όσο για ´κείνο που ´νιωσε...τσ´αγάπης την ψιχάλα
Και που ´ξερε πως θα ´κανε γειτόνισσα την κόρη
αυτήν απού του κάρφωσε του έρωντα το δόρυ
Ήπιενε δυο σταλιές νερό που του ´βαλ´η κουτσούνα
κι εγιάγυρε για το χωριό με την καρδιά κουδούνα
Μα εσυνήλθε μια στιγμή και σκέφτηκε τσι τρόπους
τσ´ευγένειας που μ-πρέπουνε σε όλους τους αθρώπους
εγύρισε στην κοπελιά κι είπε "ευχαριστώ σε
μα δεν κατέχω πως σε λεν´ κι εδά γι αυτό ρωτώ σε
Μένα με λένε Μανωλιό και είμαι γιος του Φώτη
και μάθε τέτοια-ν ομορφιά πρώτη φορά θωρώ τη
Να ´σαι καλά να χαίρονται ´κείνοι που σε γνωρίζουν
ο άντρας σου και οι γονιοί την τύχη σου π´ορίζουν"
Εντράπηκε κι εγίνηκε ίδια με το παντζάρι
δε γ-κάτεχε η γνωριμιά ήντα τροπή θα πάρει
"Μαριώ 'ναι μένα τ´όνομα π´ αθρώποι με βαφτίσαν
κι ο πόνος είναι το νερό που μοίρες με ραντίσαν
δεν έχω κύρη στη ζωή μάνα να μ´αναθρέψει
άντρα κι αρραβωνιαστικό για να με κανακέψει
Δεν έχω άλλους αδερφούς μήτ´αδερφές και σόι
θέλει με ο Μεγαλόχαρος σαφή στο μορολόι
Αλλά ετσά ´μαθα να ζω αμοναχή στα όρη
και δε με νοιάζουν οι καιροί μήδε το ξεροβόρι
Κι ότι μου δίνει ο Θεός σίγουρα θα τ´αξίζω
´Κείνος ορίζει τη ζωή εγώ δεν την ορίζω"
"Μαριώ κακό ´ναι να πονείς γι'αυτά που ´χουν περάσει
ο Κύριος σου τα ´δωκε για να σε δοκιμάσει
Και σου τεντώνει τσ´ αντοχές να δει τη δύναμη σου
που ´πα να πει λίγο-πολύ αξίζει η ψυχή σου
Γι' αυτό να προχωρείς μπροστά με καθαρά τα μάτια
Και κάμε τα ´περάσανε σαρανταδυό κομμάτια
Έχει αξία η ζωή και ομορφιές περίσσες
χαρές και λύπες γίνουνται με ίσα ζύγια ίσες
Κι άμα θα βάλεις τη χαρά βαρίδι στην καρδιά σου
η λύπη θα ´ναι πια ´λαφρά στα συναισθήματα σου"
Αυτά επηλοήθηκε ο νιος και πιάνει δρόμο
για το χωριό με τα φτερά του έρωντα στον ώμο
Όλη τη νύχτα το Μαριώ σκεφτότανε τον άντρα
και δε τη νοιάζανε τα ζα απού ´χενε στη μάντρα
ήτανε πάντα η έγνοια τζη στ´αρνιά και στο κοπάδι
μα τώρα όλ´αλλάξανε τ´αποψινό το βράδυ
Εγροίκα τα μιλήματα και τα γλυκά ν-του λόγια
τα ´χε πλεμένα στη σειρά χάντρες σε κομπολόγια
Με βλέφαρα ορθάνοιχτα όνειρα εθωρούσε
κι εσκέφτουνταν ότι ο νιος τρελά την αγαπούσε
Πως την εσφιχταγκάλιαζε στα στιβαρά του χέρια
και ένοιωθε σ´όλο το κορμί να την τρυπούν μαχαίρια
Έβλεπε κι εξανάβλεπε τα καστανά ν-του μάτια
κι ήθελε να γινότανε τσ´αγάπης της παλάτια
Χάιδευε το σφιχτό κορμί με τα καλά τα μύρια
κι ανέβαινε στα φρύδια ν-του τα τοξοτά γεφύρια
Μύριζε την ανάσα του στα χείλια ν-της απάνω
και σαν κεράκι έλειωνε σ´ένα φιλί ν-του πλάνο
Κι άλλες φορές που στο παρόν εγύριζε και πάλι
ένοιωθε πίκρα και καημό που ´χ´ αδειανή-ν αγκάλη
Ετσά εξημερώθηκε λουσμένη στον ιδρώτα
ώσ´τε κι εξανάναψανε του ηλιάτορα τα φώτα
Μα κι ο Μανώλης έβλεπε τον πόθο να στελειώνει
κι ένοιωθε να μην κυβερνά του νου ν-του το τιμόνι
Τόση μεγάλη πεθυμιά δεν είχενε ποτές του
τον σήκωνε ο άνεμος τ´έρωντα στις ριπές του
Σαν το πουλί που ταχτικά βγαίνει ´πο τη φωλιά ντου
σιργουλευτά να βρει φαί να φάει η φαμελιά ντου
μακρά-κοντά όπου μπορεί κι όπου θαρρεί πια κάλια
φτάνει να κάμει τω μικρώ πουλιώ τα παρακάλια
κι α βρίχνει μπόρα δυνατή νυχτιά και κουκοσάλι
θα πάει κόντρα στον καιρό κι ας μη γιαγύρει πάλι
φτάνει να βρει δυο ψίχουλα να δώκει στα παιδιά ντου
ετσά κι εκείνου η σκέψη ντου φεύγει από τη φωλιά ντου
να πα' γυρέψει τ´ όνειρο απού η καρδιά ντου θέλει
και δε λογιάζει τσι καιρούς μήδ´ αν πιαστεί σε τέλι
Για' δεν κατέχει καθα'είς η μοίρα τι τ´ορίζει
για τ´ αύριο καλό κακό αν θα ´ναι ποιος γνωρίζει;
Εκειά που στέκεις στα ψηλά κι απ´ την κορφή ξανοίγεις
δίνει σου η μοίρα μια σπρωξιά και χάμε καταλήγεις
κι άμα μπορείς να σηκωθείς κι άμα μπορείς να τρέξεις
τση πτώσης σου την ε-ντροπή δύσκολα θα ελέγξεις
και δεν ξανανεβαίνεις μπλιο εκειά μην πα' και πέσεις
ετσά ´ν´ ο αγώνας τση ζωής γεμάτος αντιθέσεις
Άμα τη σκέψη κυβερνά τ´ έρωντα το γινάτι
θωρείς τα πάντα φωτεινά με τση καρδιάς το μάτι
θωρείς το κύμ´ ατάραχο μα ´κείνο φουρτουνιάζει
σκοτίδι ρίχνει ο Θεός μα ´συ θωρείς πως λιάζει
Δεν εκοιμήθηκε σταλιά ο Μανωλιός το βράδυ
εύκολος στόχος ήτανε στ´ έρωντα το σημάδι
Η φαμελιά του κύρη ντου του Αραμπακοφώτη
σ´άλλους καιρούς λογίζουνταν μες στο χωριό η πρώτη
μα εκακοφημίστηκε ´πο μια παλιά βεντέτα
π´ ο Φώτης δεν επάλεψε ως ήπρεπε στα ντρέτα
κι εσκότωσε πισόπλατα τον Αλμπαντομιχάλη
(κατα πως λένε άνατρα τράβηξε τη σκαντάλη)
Ετότες όλο το χωριό -την εποχή-ν εκείνη-
το Φώτη κατηγόρησε κι άρχιξε να τον κρίνει
πως αγαπούσε μυστικά του Μίχαλου το ταίρι
και τονε σκότωσε για μιας σαν πήγε το χαμπέρι
στο Μίχαλο ότι ποθεί ο Φώτης την κερά ντου
για να βαστάξει ασφαλή ´κείνος τη φαμελιά ντου
Και -λένε πως- στα ´ννιάμερα πάλι του μακαρίτη
στση χηρεμένης μπήκενε νύχτα κρυφά το σπίτι
και δίχως λόγο κι αφορμή τη σκότωσε και ´κείνη
ο έρωντας τους μυστικός στον κόσμο ν´ απομείνει
Την αμαρτία ξέπλυνε με αμαρτιά άλλη
μπροστά στα μάθια του Θεού άσκημη και μεγάλη
Γι' αυτό κι οι χωριανοί μετά τονε παραμερίσαν
και την κερά ντου και το γιο στη μοίρα ντους αφήσαν
Όλοι ντους οι συχωριανοί χρόνια δεν τζι μιλούνε
και πίσω από την πλάτη ντους τσι βλαστημιές γροικούνε
Αυτή ´ναι η κατακραυγή από την κοινωνία
όπου γυρίζεις να θωρείς οργή και ειρωνεία
Κι είν´ ένας θάνατος αργός μ´ αβέβαιο το τέλος
σε σημαδεύει η ζωή σαν πυρωμένο βέλος
Κι εκειά που λες "δώσε μου μια Θε μου να τελειώνω"
το μόνο πράμα που θωρείς είναι το βέλος μόνο
ανάμεσα στα μάτια σου στο κούτελο απάνω
και όλο κλαις φωνάζοντας "Θε μου κι ηντά θα κάνω"
Την τρέλα με τη λογική χωρίζει τσι ένα φύλλο
που κόβεται με τη βροχή ή λιώνει με τον ήλιο
Στ´ άγουρου αθρώπου το μυαλό τα φύλλα δε χαλούνε
όμως σ´αυτό του γνωστικού ολημερίς μαδούνε
κι άμα τση γνώσης το δεντρό δεν κάνει φυλλωσ´ άλλη
θα να βουλιάξει το μυαλό στση λήθης την αθάλη
Κι ίδια την ίδια τη στιγμή το σώμα γαληνεύγει
και το ηφαίστειο τση ψυχής καθίζει κι ημερεύγει
Συνεχίζεται...
Γιώργος Μανθαιάκης