Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Λευκό μου περιστέρι

Στα πέρατα της προσμονής χάθηκε πάλι η σκέψη
στων οριζόντων τις γραμμές βγήκε να σε γυρέψει
κάθε ασκελιά κι ένα γιατί, κάθε γιατί και δάκρυ
δε βρίσκει τόπο η ψυχή, στου λυτρωμού την άκρη.

Σ´ άλλων ανθρώπων την αυγή και σ´άλλων κόσμων δείλι
σ’ αλαργινούς ωκεανούς, φτάνει γι αυτά τα χείλη
συνδράμει μέχρι κι ο Θεός, τις θάλασσες μερεύει
να μη βουλιάξει η πεθυμιά που γοργοταξιδεύει.

Στην ρότα τους αφέθηκα κι εγώ και ξεμακραίνω
με τις χρυσές κλωστές του νου, σενάρια υφαίνω
στη λάμψη και το γέλιο τους είμαι παραδομένος
κι απ´ τα στενά της λογικής, νιώθω αποκομμένος.

Όσο πληθαίνουν οι σκιές, το σύννεφο αγριεύει
κι όσο βουρκώνει ο ουρανός, η θλίψη δε στερεύει
που να σε βρω, πώς να σε δω και πως μπορώ να ζήσω
μονάχα μέσα στ´ όνειρο ίσως να σ´αντικρίσω.

Χαλάζι πέφτει στην καρδιά και πάγωσε το χρόνο
σαν τα σπαρτά… τα φύλλα της, λιώνουνε απ´τον πόνο
πήρες μακριά μου τη χαρά, τ΄όμορφο καλοκαίρι
μίσεψες και λησμόνησες, λευκό μου περιστέρι.

Γιώργος Μανθαιάκης (με ορισμένες εξαιρετικές πινελιές της ποιήτριας Θάλεια Αυγερινού)

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

ΦΑΡΟΣ


Αιώνες στέκει αγέρωχος στη μέση του πελάγους
τον αγκαλιάζει η θάλασσα μάνα αξιωμένη
Φίλους του έχει τα πουλιά, τους ασημένιους γλάρους
αναβοσβήνει και να ´ρθει βαπόρι περιμένει

Πατά στο βράχο σταθερά μποφόρ δε λογαριάζει
έναν απλό προορισμό και υποχρέωση έχει
τριγύρω γύρω άγρυπνος τον τόπο να κοιτάζει
από τα πόδια του μακρυά ο άνθρωπος ν´ απέχει

Ανάβει με τη μοναξιά και σβήνει με τη λύπη
μα το έργο που τον τάξανε δεν το εγκαταλείπει
Ο φάρος είναι σύμβολο σε όλους τους αιώνες
κρατά γερά και σταθερά άφθαρτους τους κανόνες

Ύψος και περηφάνεια στον κόσμο συμβολίζει
τον κάθε έναν άνθρωπο με δέος τον γεμίζει
Φάρε στάσου κι αγνάντεψε και δώσε μου ελπίδα
πως θα υπάρχεις πάντοτε κι ας έχει καταιγίδα

Γιώργος Μανθαιάκης

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ


Θέλω δυο πράγματα να πω για τη Μακεδονία,
από τα πιο περήφανα κομμάτια της πατρίδας...
με ομορφιά ξεχωριστή, φύση και αρμονία,
της ιστορίας αρχόντισσα, μητέρα της ελπίδας...

Θεσσαλονίκη, Γρεβενά, Κοζάνη και Καβάλα,
Πτολεμαΐδα, Γιαννιτσά, Δράμα και Κατερίνη...
τις Σέρρες και τη Βέροια και τόσα μέρη άλλα
που όποιος τα περπάτησε μ'άλλα δεν τα συγκρίνει...

Το μπόι της Ελλάδας μας στα ύψη ανεβάζεις,
Μακεδονία ηρωική καμάρι του Βορά μας...
τη διαλεχτή παράδοση στη λαογραφία βάζεις
κι αισθάνονται περήφανα για σένα τα παιδιά μας...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΜΗΝ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΣΑΙ


Μην αυτοπροσδιορίζεσαι άσε άλλους να σε κρίνουν
και με υποδεέστερους κάν´ τους να σε συγκρίνουν...

"Μα πες μου πως θα γίνει αυτό" ρωτάς με απορία...
κοίτα να είσαι ´συ καλός και χάραξε πορεία...

Δώσε οξυγόνο στην ψυχή ασ´ την να αναπνεύσει,
να βγάλει αποθέματα κι έτσι θα διαπρέψει...

Ότι γεννιέται μέσα της κι αβίαστα σου βγαίνει,
σε πεδιάδες εύφορες τους γύρω σου πηγαίνει...

Κράτα το αυτό σα συμβουλή φίλε μου από ´μενα
και θα ανθίσουν γύρω σου λουλούδια μυρωμένα..

Γιώργος Μανθαιάκης

Η ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Χτύπος καμπάνας νεκρικός...κάτι κακό συνέβη,
κόμπος τυλίχτηκε η καρδιά και στο λαιμό ´χει ανέβει....

Στα δέντρα όμως τα πουλιά, χωρίς καν να κομπιάζουν,
χαράς τραγούδια κελαηδούν και στα κλαδιά φωλιάζουν...

Βλέπω τον ήλιο εκεί ψηλά, ατάραχος να μένει,
με χρώματα γη κι ουρανό, όπως και πριν να δένει...

Παρατηρώ τα σύννεφα, τον κόσμο π´ αγναντεύουν,
ακούραστα να προσπαθούν, πολύ ψηλά ν´ ανέβουν...

Ανθρώπους βλέπω εδώ και ´κει, που κλαίνε ή διασκεδάζουν,
σκοτούρες κι άλλα βάσανα, στη ράχη τους δε βάζουν

Ούτε κι εγώ αν θα χαθώ, κάτι απ´ αυτά θ´ αλλάξει,
απλά ένας κρίκος χαλαρός, τη φύση θ´ απαλλάξει...

Η αλυσίδα είναι μια, μα είναι πολλοί οι κρίκοι,
έτσι ώστε ένας αν χαθεί, κίνηση να μη λείπει...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΑΠΩΓΕΙΩΣΕΙΣ


Κάποιοι θνητοί που ήθελαν στα σύννεφα να φτάσουν,
διαπίστωσαν πως είχανε φτερά από κερί...
Άλλοι σε κόσμους πιο καλούς, θέλησαν να πετάξουν,
μα εγκλωβισμένοι βρέθηκαν σε άθραυστο γυαλί...

Έτσι είναι όμως...μάταια όσο κι αν προσπαθήσεις,
σπάνια τον παράδεισο θα βρεις που αναζητάς
και προσπαθείς στον κόσμο σου καλύτερα να ζήσεις
μέσα σ´ αυτού τα όρια φρόντιζεις να πετάς...

Αν τύχει κι έχει ο Φύλακας κλειστό το ένα μάτι,
ίσως μπορέσεις να βρεθείς σε άλλους ουρανούς,
μα πάντα όμως χαμηλά μένει ένα κομμάτι
και πάλι αυτό αναζητά να προσεγγίσει ο νους...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΧΝΗ


Μητέρα τέχνη Ποίηση, μάγισσα των αισθήσεων,
Ιερά οδέ της έμπνευσης, έκφρασης πρωθιέρεια…
Συναισθημάτων ποταμέ, τραγούδι παραισθήσεων,
το μονοπάτι που πατάς είναι κενό από ταίρια…

Υποκατάστατο ζωής, λάγνο παιδί ανθρώπων,
Μικρό βελούδινο άγγιγμα που φέρνει ανατριχίλα…
Παγκόσμια γλώσσα των λαών, ανεξαρτήτως τόπων,
Όπως ο έρωτας τρυπάς, κάθε καρδιάς τα φύλλα…

Είναι στ’ αλήθεια τυχερός αυτός που θα συλλάβει,
Τ΄ απαύγασμα της έννοιας του ζωντανού χαρτιού…
Κι ακόμα περισσότερο όποιος συμπεριλάβει ,
την μαγική σου την υφή στα νεύρα του μυαλού…

Γιώργος Μανθαιάκης

ΠΟΙΕΙΝ


Είναι εκείνη η στιγμή η εμπνευσμένη
που διεγείρεται το πνεύμα και χορεύει
σε τόπους μαγικούς σε ταξιδεύει
μα δεν αρκείται κι άλλους άπιαστους γυρεύει

Εκσφενδονίζεται σ'απάτητες κορφές 
και σε μουράγια απ'το χρόνο ξεχασμένα
λύνει τους κάβους σε καράβια αραγμένα
και ξαναφεύγει επιστρέφοντας σε σένα

Κι ενώ αισθάνεσαι πως το 'χεις πια συλλάβει
εκείνο ελεύθερο στους δρόμους τριγυρίζει
Περιεργάζεται και μέσα σου γυρίζει
πέντε αισθήσεις με αγάπες πλημμυρίζει

Αποτυπώνοντας το στο χαρτί σου
το φυλακίζεις με αιώνιες αλυσίδες
δεν περιφέρεται στου νου τις καταιγίδες
μένει ενέχυρο εσαεί σε δυο σελίδες

Γιώργος Μανθαιάκης 

ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ


Κορφές ψηλές, κατάφυτες,
λίμνες, ποτάμια, δάση,
μου κλέβουν τη ματιά μου,
χατήρι στην υγειά μου...

Κι εκεί που τα κελαηδίσματα
και των νερών τ´ αγγίγματα
φωλιάζουν στην ψυχή μου,
ξωκκλήσι φανερώνεται...

Στέκει λευκό περήφανα
στη μέση του τοπίου,
σταυρόδετα αισθήματα,
αγάπης πλημμυρίσματα...

Και όπως σβήνει η πλαγιά
πέφτει η ματιά σ´ άλλη μεριά...
σε θάλασσα γεμάτη
γαλάζια και αφράτη...

Να δει ψαράδες που μοχθούν
στα κύματα, μα τραγουδούν...
καίκια παινεμένα,
πάρτε μαζί κι εμένα...

Ελλάδα μάνα αληθινή,
στις συνειδήσεις μας αγνή,
πηγή μας λατρεμένη,
μα πάντα αδικημένη...

Στα μονοπάτια του κορμιού,
και στους νευρώνες του μυαλού
ονειροταξιδεύεις...
αχ πόσο με μαγεύεις...

Ποθώ να πιω κάθε σταλιά
της σπάνιας ομορφιάς σου...
αφέντρα μου πατρίδα,
του πεπρωμένου ελπίδα...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΘΑ ΣΗΚΩΘΩ!

Ανάσα μου γίνε βαθιά...δύναμη γιγαντώσου...
θέληση γίνε ατσάλινη...Μοίρα μου παραδώσου...

Να σηκωθώ έχω σκοπό από τον λήθαργό μου,
να κόψω τον μαύρο κισσό απ´ το παράθυρό μου,

αυτόν που κρύβει όνειρα, μέλλον και ευτυχία,
που σκοτεινιάζει την καρδιά και φέρνει δυστυχία,

να δω τη λάμψη της ζωής με καθαρά τα μάτια,
να κάψω μέσα στη φωτιά του πόνου τα κομμάτια...

Και ύστερα θα πορευτώ με τα απλά του κόσμου,
αυτά που μου χρειάζονται για να ´μαι ο εαυτός μου...

Γιώργος Μανθαιάκης

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΔΙΑΘΗΚΗ


Δε θέλω φίλους συγγενείς, τη μέρα π´ αποθάνω,
ν´ ακούω ευχολόγια στον τάφο μου από πάνω...

Να λένε "τί καλό παιδί", να κλαίνε να χτυπιούνται,
για τη χαμένη μου ζωή να δείξουν πως λυπούνται.

Θέλω δυο φίλους καρδιακούς, φίλους που με στηρίζουν,
που στη ζωή είναι δίπλα μου και με υποστηρίζουν...

Μ´ αποκαλούνε "ΑΝΘΡΩΠΟ", γνωρίζοντας ποιος είμαι,
το "πάρε" ξέρουνε καλά κι όχι απλά το "δίνε"...

Αυτούς που μ' αποδείξανε, πως θέλουν το καλό μου,
όταν με μπόρες και βροχές στάθηκαν στο πλευρό μου. 

Δε θέλω όσους ζηλέψανε, το χρήμα και τη δόξα,
που είχανε συμφέροντα καμιά φορά και λόξα...

Αυτούς που μου χτυπούσανε, με νόημα την πλάτη,
και ξέρανε πως έπιανε για να ζητήσουν κάτι...

Πήρανε ότι θέλανε κι αυτόματα χαθήκαν,
βρήκανε πλάτες πιο καλές και εξαφανιστήκαν. 

Η μάνα κι ο πατέρας μου εξ άπαντος να ´ρθούνε,
π´ άφησαν χνάρια καθαρά απάνω να πατούμε...

Εκείνοι δώσανε πνοή σ´ όλα τα όνειρα μου,
και γίνανε η αφορμή για να χτυπά η καρδιά μου. 

Τα όμορφα βλαστάρια μου που ´ναι η συνέχειά μου,
που πάλεψα να πάρουνε όλα τα πρότυπά μου. 

Θέλω και τη γυναίκα μου να τη θωρώ απ´ το μνήμα,
τέτοια ομορφιά αμοναχή θα μείνει κι είναι κρίμα. 

Ανθρώπους που μ´ αγάπησαν χωρίς να το γνωρίζω,
τιμή μου να τους δω εκεί, να παραστούν ελπίζω.

Μόνο αυτωνών τα δάκρυα, αν βρέξουνε το χώμα,
θα μου κρατούνε συντροφιά κι ας σκεπαστώ ακόμα. 

Μόνο αυτωνών οι προσευχές, θα δώσουν στην ψυχή μου,
γαλήνη που αποζητώ να πάρω μπλιο μαζί μου. 

Γιώργος Μανθαιάκης

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Δεν θέλω πια να μου μιλάς για όνειρα μεγάλα,
ούτε κι από το παρελθόν στιγμές να μου θυμίζεις...
Του χρόνου τα μελλούμενα ζούνε σε μαύρη γυάλα,
ίσως τα βλέπεις, δυστυχώς όμως δεν τα αγγίζεις...

Μην το σκουντάς το παρελθόν οι μνήμες του πονάνε,
τραβάς ευαίσθητες χορδές που βγάζουν φάλτσες νότες...
Τα "πρέπει" είναι στεγανά, τα "θέλω" δεν περνάνε
και καταλήγουν του "ποτέ" αιμοσταγείς στρατιώτες...

Ξέχνα το "αύριο" και το "χθες" και άρπαξε το "τώρα",
κάνε το χρώμα της ζωής μόνιμο σύμμαχο σου...
Με τρένο πάει η ομορφιά, στις ράγες του προχώρα,
απόλαυσε τη διαδρομή ως τον προορισμό σου...

Γιώργος Μανθαιάκης

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΗΞΕΙΣ-ΑΦΗΞΕΙΣ


Ένας περίεργος χρησμός είναι ο έρωτας σου,
με διφορούμενη έννοια και νόημα μπερδεμένο...
Ούτ´ η Πυθεία δε μπορεί να μπει στα κύματα σου
κι άδικα την απάντηση που ψάχνω περιμένω...

Έσχατη λύση είσ´ εσύ φτάνει να ομολογήσεις,
ν´ ανοίξεις την καρδούλα σου που τόσο λαχταρώ...
Γονυπετής εκλιπαρώ καθάρια να μιλήσεις,
να ξέρω αν ελπίζοντας μπορώ να προχωρώ...

Άχρωμα όμως μου μιλάς πάλι και με τρελαίνεις,
σ´αρέσει να με τυραννάς ή δεν με θέλεις άλλο;
Γίνε ξεκάθαρη και πες στ´ αλήθεια τι γυρεύεις...
να ρίξω τίτλο νέας αρχής ή υπότιτλους να βάλω;

"Ήξεις αφήξεις"...κι ένα "ουκ" στη μέση που μπερδεύει...
Μένεις ή φεύγεις τελικά; Τι υπόθεση να κάνω;
Κάθε στιγμή κάθε λεπτό ετούτο με παιδεύει
και στο σωστό συμπέρασμα με λογική δε φτάνω...

Πνίγηκε σε θυμίαμα μαντείου το μυαλό μου
και η καρδιά μου αναζητά τη λύση της να βρει...
Απόφαση: θα φύγω εγώ πρώτος για το καλό μου,
πρωτού σε αδιέξοδο ο δρόμος μου να βγει...

Γιώργος Μανθαιάκης 10/11/2013

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΓΝΩΣΤΑΙ ΑΙ ΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ...

Έρωτας...
Συναίσθημα ή παραίσθηση;
Ευλογία ή αμαρτία;
Όπως και να ´χει, ότι κι αν είναι, 
αποπνέει μια γοητεία
που επηρρεάζει κάθε ανθρώπινο κύτταρο...

Δεν έχει υπόσταση...
Η άυλη του μορφή όμως,
ανοίγει μια διάσταση
που δεν μπορεί να φανερωθεί
με οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα.

Η συναίσθηση της πεζής πραγματικότητας
χάνεται μέσα στα ανθισμένα συναισθήματα
και στα αρώματα που διαχέονται στο κορμί,
στην καρδία, στο μυαλό και στην ψυχή.
Παραίσθηση; Ίσως...

Πόλεμος καρδιάς-μυαλού,
των "θέλω" και των "πρέπει"
πολλές φορές.
Ευλογημένη αμαρτία άλλες φορές
και αμάρτημα δίχως συγχώρεση κάποιες άλλες.
Απαραίτητο συστατικό της ζωής όμως
και το κυριότερο...
Άγνωσται αι βουλές του...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΛΟΓΙΑ ΣΙΩΠΕΣ


Σιωπές απλώθηκαν παντού...
τα πάντα σκέπασαν με τη βουή τους...
μόνον ο αναστεναγμός,
σκιάζει την ύπαρξή τους...

Αυτός το "αχ" καρδιάς και νου,
η μπάσα η χροιά του,
διαταράσσει τις γραμμές,
σε όρια θανάτου...

Στο νου σου στροβιλίζονται
λόγια χωρίς ουσία,
άηχα μα προκλητικά...
μη δίνεις σημασία...!

Αν γελαστείς μ'αυτά που ακούς
βουβός θα παραμείνεις
και δολοφόνος της καρδιάς,
μονάχος σου θα γίνεις...

Σκότωσε τις πολλές σιωπές,
απ' τη βουή απαλλάξου...
άρθρωσε φράσεις ζωηρές
κι άμεσα αποτινάξου...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΑΝΑΛΟΓΙΣΟΥ

Είδες ποτέ σου το λίκνισμα τως σπαρτών στο φύσημα τ´ανέμου;
Άκουσες ποτέ σου την μελωδική ορχήστρα που απαρτίζεται από λογιών-λογιών πουλιά;
Ένιωσες ποτέ σου "τσίμπημα" περηφάνιας καμαρώνοντας τη φαμίλια σου;
Αφέθηκες ποτέ σου να σε παρασύρουν τα τρελά κύματα του έρωτα;
Στάθηκες ποτέ σου κάτω απ´τη βροχή εκστασιασμένος από το απαλό χάδι των σιγανών ψιχάλων;
Προσπάθησες ποτέ σου να περιγράψεις την ομορφιά του κόσμου;
Ναι θα μου πεις...
Αναλογίσου όμως πόσες φορές είδες, άκουσες, ένιωσες, αφέθηκες, στάθηκες και προσπάθησες βάζοντας μπροστά από σένα την καρδιά σου...
Ποτάμι που κυλά είναι η ζωή και που στο διάβα του, παρασύρει τους ανθούς και τα βλαστάρια...
Πρόλαβε να τα νοιώσεις όσο ακόμα ανθίζουν, αλλιώς στην εκβολή του ποταμιού θα μαζεύεις ξερόκλαδα.
Ποτέ δεν είναι νωρίς για να γνωρίσεις τις ευεργετικές ιδιότητες των αισθήσεων της καρδιάς σου!!!

Γιώργος Μανθαιάκης,

ΑΝ ΕΙΧΑ ΔΥΝΑΜΗ...


Εκεί που νόμιζα πως σ' είχα ξεπεράσει
κι άλλη πορεία στη ζωή μου είχα πιάσει
να 'σαι και φάνηκες σκιά πάνω στην πόρτα
κι αμέσως έσβησες της μοίρας μου τα φώτα

Εκεί που νόμιζα πως όλα έχουν τελειώσει
ότι το χιόνι στα βουνά μου είχε λιώσει
έφερες πάλι τον χειμώνα στην ψυχή μου
μ' ένα σου βλέμμα παγετώνα στη ζωή μου

Αν είχα δύναμη να πω "να φύγεις τώρα"
ίσως να γλίτωνε η ζωή μου απ' τη μπόρα
ίσως στο μέλλον ίσιο δρόμο να πατούσα
με το κεφάλι μου ψηλά να περπατούσα

Μα πως να βρω τόσο κουράγιο να σε διώξω
και την καρδιά μου στην απόγνωση να σπρώξω
αφού εσύ είσαι το κομμάτι που της λείπει
κι ας της χαρίζεις μέρα-νύχτα μόνο λύπη

Γιώργος Μανθαιάκης

ΑΛΛΑΞΕΣ


Ξέρω πως άλλαξες, 
καταστάλαξες, 
ξεμάκρυνες απ' τα μοιραία πάθη...
πέρασες από ανηφοριές, 
κακοτοπιές, 
ρολάρεις τώρα στην ισιοδρομία...

Ας' τις πληγές,
κλείνουν κι αυτές,
βγήκε από μέσα τους το μαύρο αγκάθι...
τα "κάτω" τα ´μαθες καλά,
χωρίς πολλά,
αν τα σκαλίσεις θα σε στήσουν στη γωνία...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ...ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΣ


Καρδιά μου μην την αγαπάς...γι αυτήν μην τυραννιέσαι,
του κόσμου τα χαρίσματα σου ´χω, μα τ´ απαρνιέσαι...

Βγάλε την απ´ τα φύλλα σου που τα ´χει μαραζώσει
δεν έχεις περιθώρια άλλα...θα σε σκοτώσει...!

Μιλώ σου όμως δε μ´ ακούς, κάνεις του κεφαλιού σου...
μόνο αυτή κι η σκέψη της καθοδηγεί το νου σου...

Δε μου μιλάς μωρέ καρδιά, δεν έχεις απαντήσεις
θαρρώ πως σ´ έβαλε αυτή το νου μου ν´ αρρωστήσεις...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΜΕ ΕΝΑ ΒΑΛΣ


Μ´ ένα βαλς θα μεθύσω
τον καημό μου να σβήσω
πρώτο βήμα θα είμαι
έλα ντάμα μου γίνε

Ένα βαλς θα χορέψω
την καρδιά σου να κλέψω
όπως τότε ψυχή μου
που ήσουνα η ζωή μου

Και αν λείπεις δεν έχει
σημασία καμία
το μυαλό μου αντέχει
άλλη μια ειρωνία

Με τη σκέψη σου μόνο
θα ξεπλύνω τον πόνο
πιασ´το βήμα και πάμε
στο ρυθμό προχωράμε

Αγκαλιά μου τ´ αστέρια
και παλιά καλοκαίρια
στο γνωστό ακρογιάλι
και το κρύο χαλάλι

Με χτυπάει το κύμα
σ´αγαπώ κι είναι κρίμα
να χορεύω για δύο
γιατί μου ´πες αντίο

Μα κι αν λείπεις δεν έχει
σημασία καμία
η ψυχή μου αντέχει
άλλη μια ειρωνία

Γιώργος Μανθαιάκης 23/10/13

ΣΤΟ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Στου μυαλού μου το ναυάγιο, στο ανύπαρκτο κουράγιο,
φάρος έγινες ψηλός κι είπα "υπάρχει και Θεός"...

Στης καρδιάς μου το περίπου, στο "γιατί" κάθε της χτύπου,
άπλετο έριξες φως και την πρόσεξε ο Θεός...

Στης ψυχής μου τον χειμώνα, πάγος κάθε της σταγόνα,
ήλιος έλαμψες ζεστός και σ´ αγάπησε ο Θεός...

Στης ζωής μου το βιβλίο, λέξη άγνωστη το "δύο",
μα συμπλήρωσες το "πως" κι έγινες γι αυτήν Θεός...

Γιώργος Μανθαιάκης

"ΣΚΑΡΤΗ" ΕΠΟΧΗ

Ζούμε σε "σκάρτη" εποχή...μ' αισθήσεις ναρκωμένες...
είναι τα λόγια σαν κραυγές...από το νου βγαλμένες...

Δεν έχει λόγο η καρδιά...ούτε και οι αισθήσεις...
κι αν μας "μιλούν" καμιά φορά...φέρνουμε αντιρρήσεις...

Δεν λέμε οτι αισθανόμαστε...δεν θέλουμε να κλαίμε...
κι όμως δεν αισθανόμαστε...πάλι αυτά που λέμε....

Γιώργος Μανθαιάκης

ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΓΑΠΗΣ


Μέλι και μοσχοκάρυδο, ζάχαρη και κανέλα,
βανίλια και γαρύφαλλο και μια σταλιά αλάτι...
Ξύσμα αγνού πορτοκαλιού, λικέρ απ´ την αμπέλα,
ορίστε μίγμα έτοιμο για να φτιαχτεί η αγάπη...

Μα κάτι λείπει σίγουρα...δε γίνεται ζυμάρι...
ροδόνερο χρειάζεται, μου ´παν, για να την πλάσω...
Μμμ!!! Μυρωδάτη κι απαλή με δαντελένια χάρη,
να τελειώσει αδημονώ κομμάτι της να πιάσω...

Αφού έδωσα υπόσταση και σχήμα στην αγάπη,
χρειάστηκα και μια καρδιά, πυρή για να την ψήσω...
Είναι η λεπτομέρεια, το ασήμαντο το "κάτι",
που ξέχασα στη φούρια μου να το υπολογίσω...

Το ύψιστο δημιούργημα π´ αγάπη τ´ ονομάζουν,
προαπαιτεί δύο καρδιές τέλειο για να γίνει...
Τα μαγικά συστατικά άδολα να μοιράζουν,
αν κάτι λείπει απ´ τη μια η άλλη να το δίνει...

Γιώργος Μανθαιάκης 3/12/13

ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Μελαγχόλησε ο ουρανός...
Ίσως τα σύννεφα 
του έκρυψαν τη θέα 
των καταπράσινων λιβαδιών 
και της γαλάζιας θάλασσας...
Ίσως γι' αυτό τον λόγο 
στάζει δάκρυα σήμερα.

Όμως όσο κι αν είναι κατηφής,
ξέρω ότι έως αύριο,
θα μου σκάσει ένα χαμογελάκι.
Μεθαύριο μπορεί να γελάσει
πιο δυνατά και αντιμεθαύριο
ίσως να γελά με όλη του την ψυχή...
Έτσι είναι οι ουρανοί!

Γιώργος Μανθαιάκης

ΛΕΠΤΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ-21η ΔΕΚΕΜΒΡΗ


Μες στην παλάμη μου κρατώ το τελευταίο γεια σου
σαν ξορκισμένο μυστικό που κουβαλώ ως τον τάφο
Μια χαρακιά βελούδινη τα λόγια κι η ματιά σου
αυτή την ύστατη στιγμή που έμελλε να σε μάθω

Ισορροπούσα σε σχοινί κι αν τα ´χασα προς ώρας
πάλεψα με τον πόνο μου όρθια να σταθώ
Προφυλαγμένη προς στιγμήν καταμεσίς της μπόρας
τα δάκρυα της κάθαρσης δεν μπόρεσα να βρω

Δάκρυα διαφορετικά με συντροφεύουν τώρα
στον ουρανό μου σύννεφα ´μείναν κρυσταλωμένα
Δε σταματά ούτε στιγμή στα στήθη μου η μπόρα
δε μ´ είχες, αλλά ούτε εγώ τώρα έχω εμένα

Γιώργος Μανθαιάκης

Στην Ανθούλα...

Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΣΟΥ


Φύτεψα ένα βασιλικό, πλατύφυλλο ωραίο, 
κοινό και όμορφο φυτό,τίποτα το σπουδαίο...

Μα τον ποτίζω κάθ´ αυγή και τον ξεχορταριάζω
και μ´ οποιοδήποτε φυτό άλλο δεν τον αλλάζω...

Πάντα προσέχω να κοιτούν τα φύλλα του στον ήλιο
κι όταν η ζέστη είναι πολλή του βρίσκω χώρο αντήλιο...

Ένα κλωνάρι ήτανε και το ´κανα λουλούδι
και κάθε που ´ρθει σούρουπο βάζω κι ένα τραγούδι...

Το τραγουδάκι π´ άκουγα πάντα μαζί με σένα,
σε κάποια χρόνια αλλοτινά και μοσχομυρισμένα...

που μύριζε ο βασιλικός κι έλουζε την αυλή μας
κι έλεγες πως το άρωμα ευφραίνει την ψυχή μας...

Τότε που μου ´κοψες εσύ ένα μικρό κλωνάρι
κι αυτή η χειρονομία σου με γέμισε καμάρι...

Αυτό το όμορφο μικρό, το πράσινο κλαδάκι,
που ήταν απ´ το χέρι σου το ´κανα λουλουδάκι...

Θα το προσέχω όσο ζω για να παρηγορούμαι,
αφού από τότε έφυγες κι ακόμα σε στερούμαι...

Γιώργος Μανθαιάκης

ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΙ

https://www.youtube.com/watch?v=y1msgOdWXO0&index=5&list=PLcQ-Jonkj0zC-Baa6x5pdnZhEy7STrHMN
Μέχρι να ρίξει ο Θεός το βλέμμα του στην πλάση, 
το "αναμάρτητο" έχασα...στον κόσμο είχα φτάσει. ... 
Έτσι...τελείως έξαφνα...χωρίς διευκρινήσεις, 
μ' έριξαν στο κατάστρωμα και μου είπανε "θα ζήσεις"... 

Στο πλήρωμα ήταν διάφοροι, αγγέλοι και διαβόλοι, "συνταξιδιώτες", μου είπανε, "του πλοίου είστε όλοι"...
Οι οδηγίες μου σαφείς: "τους όρους θα τηρήσεις,
κανόνες των σοφότερων, πρέπει ν' ακολουθήσεις"...

Εφόσον ήμουν άπειρος είπα κι εγώ "εντάξει,
ότι επιβάλλουν οι 'σοφοί', πρέπει να κάνω πράξη"...
Μου δώσανε μία γωνιά, μαζί με άλλο κόσμο,
και μου ανέθεσαν δουλειά...να κάνω τον...λοστρόμο...

Πίναν, γλεντούσαν οι "σοφοί" κι εγώ ιδρωκοπούσα,
με ένα σφουγγαρόπανο, πάντα ακολουθούσα...
να καθαρίσω τη "βρωμιά", να φύγει η δυσοδία,
μην τύχει και απολυθώ και βγω στην ανεργία...

Ξυπνούσα και κοιμόμουνα πάντα μ' αυτή τη σκέψη
και με το φόβο ο διάολος εμένα μη διαλέξει...
να ρίξει τις ευθύνες του, να βγάλει απωθημένα
και να πληρώσω μόνο εγώ των άλλων τα σπασμένα...

πάντα στον ίδιο το ρυθμό, πάντα στο ίδιο τέμπο,
την "κάλυψη" των ισχυρών, έκανα πασατέμπο...
Μα έφτασε κάποια στιγμή που είπα "πλέον φτάνει, αφήστε με να κατεβώ στο πρώτο το λιμάνι"...

Τότε γύρισαν πάνω μου αγγέλοι και διαβόλοι,
άλλοι φωνές, άλλοι μπουνιές, μα εναντίον μου όλοι...
Έπεσα μες στη θάλασσα, πάλεψα με το κύμα,
ώσπου έφτασε κάποια στιγμή που ήρθε αέρας πρίμα...

και βρέθηκα σ' ένα νησί που 'χε καν'να δυο άλλους,
που απαλλάχτηκαν κι αυτοί απ' όλους τους "μεγάλους" ...
Να βλέπουμε από μακρυά, στα πλοία που περνάνε,
με των αγγέλων τα φτερά, διαβόλους να γλεντάνε...

Γιώργος Μανθαιάκης

https://www.youtube.com/watch?v=y1msgOdWXO0&index=5&list=PLcQ-Jonkj0zC-Baa6x5pdnZhEy7STrHMN

ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ


Τα πάντα είν´ ερέθισμα και λόγος για να γράψεις,
το πέταγμα κάποιου πουλιού, οι στάλες της βροχής,
η μυρωδιά βρεγμένης γης, η ομορφιά της πλάσης,
ο ουρανός με τ´ άστρα του, η ώρα της αυγής...

Φύλλα που πέφτουν, οι φωνές παιδιών μες στα σχολεία,
οι μυρωδιές που διασκορπούν τα τζάκια των σπιτιών...
Η μουσική στο ράδιο, οι εικόνες στα βιβλία,
είναι απ´ τα ερεθίσματα διεθνώς των ποιητών...

Η διπλανή που πέρασε πριν λίγο τη γωνία,
κρατώντας χαρτοφύλακα με το εμπριμέ φουστάνι...
Ο άλλος που προσπέρασε τρέχωντας μ´ αγωνία,
πριν κλείσουνε οι τράπεζες κατάθεση να κάνει...

Οι εποχές ξεχωριστά κι όλες μαζί συνάμα,
τα μαγικά χαρίσματα του κόσμου του Θεού...
Δύο καρδιές π´ ονειρικά ζούνε μαζί αντάμα,
ή άλλες που χωρίστηκαν σε πείσμα του καιρού...

Ποτάμια, θάλασσες, βουνά, πεδιάδες και λαγκάδια,
ζώα σκληρά ή θύματα του κύκλου της ζωής...
Ψάρια μεγάλα ή μικρά που ζούνε στα σκοτάδια
κι άλλα που ακόμα στον αφρό να παίζουν θα τα δεις...

Μα πάνω κι απ´ την κορυφή φίλοι μου αγαπημένοι,
υπάρχει το συναίσθημα...Πως να το περιγράψεις;...
Ή φωτεινό ή σκοτεινό, άυλο παραμένει
και θέλει τέχνη στο χαρτί αυτούσιο να το γράψεις...

Γιώργος Μανθαιάκης 18/10/13

ΛΕΝΙΩ (Α' ΜΕΡΟΣ)


Κάπου σε κάποιες εποχές που χάνονται στο χρόνο
οι ανθρώποι ζούσαν με τα ζα και τα χωράφια μόνο...

Φυτεύανε τα κλήματα και τα κορφολογούσαν
κι όλοι μαζί τον Αύγουστο σταφύλια ετρυγούσαν

Σπέρνανε και θερίζανε σιτάρι και κριθάρι
όλο το βιος τους ήτανε και ζούσανε με χάρη

Χοίρους και κότες είχανε και ´βγάζαν το φαί τους
γάλα απ´ τα ρίφια και τ´ αρνιά αλλά και το μαλλί τους

Τότ´ έζησε κι ο Κωνσταντής ωραίο παλικάρι
ξεχωριστή ´χε λεβεντιά καλή καρδιά και χάρη

Δεν ελυπήθηκε ο Θεός τσι χάρες που ´χε δώσει
αντρώθηκε στα βάσανα μα τον γεμίσαν γνώση

Ξεχείλιζαν τα στήθια του ζωή και καλοσύνη
συνάμα όμως έδειχνε μεγάλη αντρειοσύνη

Το κτήμα του διαφέντευε μ´ αγάπη και σοφία
η δόλια χήρα η μάνα του ένοιωθε ευτυχία

Που ´χε περήφανο υιό αγγελικά πλασμένο
απ´ του πατέρα το χαμό μες στη ζωή ριγμένο

Θυμάται ακόμη ο Κωσταντής τη νύχτα που οι κουρσάροι
μ´ ένστικτα δολοφονικά αθώα ζωή ´χαν πάρει

Του φονικού ήταν μάρτυρας την αποφράδα μέρα
με το σπαθί του ο πειρατής του ´σφαξε τον πατέρα

Επάλεψε ο άμοιρος με νύχια και με δόντια
να σώσει τη φαμίλια του δεν το ´βαλε στα πόδια

Ακόμα ηχούν στον ύπνο του της μάνας οι ικεσίες
σ´ αυτούς που κλέβοντας ζωή ποδοπατούν αξίες

Είναι συχνό φαινόμενο σε τούτα εδώ τα μέρη
ν´ αράζουνε πειρατικά να κατεβαίνει ασκέρι

Να καίει και να πυρπολεί κι άδικα να σκοτώνει
ν´αρπάζει μόνο τις χαρές και να πομένουν πόνοι

Ήτανε τότε οχτώ χρονών ο Κωσταντής παιδάκι
κι απόκτησε η καρδούλα του της πίκρας το σαράκι

Θεριεύει γιγαντώνεται μέρα με την ημέρα
το πάθος για εκδίκηση δεν κάνει διόλου πέρα

Την πίκρα που ´χει στην καρδιά μια σκέψη τη γλυκαίνει
η πεθυμιά του δειλινού που φέρνει την Ελένη

Την κόρη της κυρά-Μαριώς τη μοσχαναθρεμένη
κι αυτή την ώρα να φανεί να φτάσει περιμένει

Όμορφη κόρη λυγερή με χάρη και με νάζι
τον αγαπά τον Κωσταντή και μόνο αυτός τη νοιάζει

Τα βρήκανε οι φαμελιές εδώσανε και λόγο
μετά το θέρος κάνουνε το γάμο τους ντελόγο

Χτυπά η καρδιά των δυο παιδιών σαν θα βρεθούν αντάμα
και όταν αγκαλιάζονται σα να συμβαίνει θαύμα

Σωπαίνουνε και τα πουλιά τα ρυάκια γαληνεύουν
στον πίνακα ένα μερτικό θαρρείς ότι γυρεύουν

Τα χείλη σαν ενώνουνε η πλάση ευωδιάζει
ντύνεται ρούχα γιορτινά και χρώματα μοιράζει

-"Λενιώ μου πόσο σ´ αγαπώ ο Θιος δεν το κατέχει
ο έρωτας σ´τσι φλέβες μου σαν το ποτάμι τρέχει"

"Ποθώ να πάρω τσι χυμούς απ´ το γλυκό κορμί σου
οληνυχτίς στο στήθος μου να νοιώθω την πνοή σου"

"Κάθε πρωί που θα ξυπνώ ν´ ακούω τη φωνή σου
την πρώτη καλημέρα σου να βγαίνει απ´ την ψυχή σου"

"Θέλω να κάμομε παιδιά που ´ναι το ριζικό μας
και να γεμίσει με φωνές χαράς το σπιτικό μας"

-"Με τη βοήθεια του Χριστού της Παναγιάς τη χάρη
ευλογημένο απ´ τον Θεό θα γίνουμε ζευγάρι"

"Δε θα κρατήσω τίποτα σου τα ´χω χαρισμένα
τα νιάτα και τα κάλλη μου από εδά δωσμένα"

"Κι αν έχει μείνει το κορμί απόρθητο ακόμα
κάνε μια στάλα υπομονή και θα ´μαστε ένα σώμα"

Κι η φύση όλη άκουγε τους όρκους που ανταλλάζαν
για πάντα τούτες τις στιγμές μες στις καρδιές χαράζαν

Χαμήλωνε τα φώτα του τ´ ολόγιομο φεγγάρι
τα δέντρα φύλλα στρώνανε να φτιάξουν μαξιλάρι

Έτσι κυλούσε η ζωή γαλήνια κι αθώα
η μόνη έγνοια ήτανε το κτήμα και τα ζώα

Είχαν και υποτακτικό της μάνας ψυχοπαίδι
ορφάνεψε κι αυτός μικρός ´πο μάνα και αφέντη

Τους σκότωσαν οι πειρατές οι άτιμοι αγύρτες
για δυο βαρέλια με κρασί βάρβαροι λωποδύτες

Δεν είχε ο Μιχάλης βιος γωνιά να ξαποστάσει
μοναχοπαίδι τρυγητών Θεός να τσ´ αναπαύσει

Περίπου συνομήλικος του Κωσταντή μας ήταν
και μεγαλώσανε μαζί ´πο τότε που τον βρήκαν

Με μάτια κόκκινα υγρά διεσταλμένες κόρες
είχε περάσει το παιδί φρικτές θανάτου ώρες

Μεγάλωσε με τη στοργή της μάνας σαν τον άλλο
ποτέ δεν τους ξεχώρισε προτέρημα μεγάλο

Από τα δέκα του κι αυτός στο ίδιο σπίτι ζούσε
μικροφτιαγμένος ήτανε κι ολημερίς γελούσε

Παρέσυρε στο γέλιο του και τσ´ άλλους κάθε μέρα
και δεν τον έσκιαζε αυτόν ποτέ καμιά φοβέρα

Διάολος αεικίνητος άψογος στη δουλειά του
και στα χωράφια ήταν καλός αλλά και με τα ζα του

"Μιχάλη", λέει ο Κωσταντής "πάμε μαζί στη χώρα,
η μάνα θέλει ύφασμα προίκες να φτιάξει τώρα"

"Θα τα φροντίζει αυτή τα ζα τέσσερις-πέντε μέρες
είν´ επαέ και το Λενιώ να κάνουνε βεγγέρες "

"Βοήθεια δε θα της λειφτεί βοηθούνε κι οι γειτόνοι
στην έσχατη περίφτωση δε θα ´πομείνει μόνη"

"Μόνο να πας και να πλυθείς μην είσ´ετσά βρωμιάρης
και να θαρρούν οι κοπελιές πως είσαι διακονιάρης"

Εγέλασε το Μιχαλιώ εχάρηκε στ´ αλήθεια
στο νου του η πόλη έμοιαζε όπως στα παραμύθια

Επήγε κανα-δυό φορές με τον Κωστή σαν τώρα
και η βαβούρα τ´ άρεσε κι η κίνηση στη χώρα

-"πά´ να πλυθώ και να φτιαχτώ να βάλω τα καλά μου
κι ύστερα πάω για να δω πως θα φερθούν τα ζα μου"

"Άμα μου μπεμπενίσουνε θα πει πως τους αρέσω
κι άμα ζητήξουν άρμεγμα θα πω "'δε θα μπορέσω!'"

-"ήντα να πω μπρε Μιχαλιώ", εγέλασε λιγάκι
και γύρισε στον παταρό που ´φτιαχνε το δισάκι

Σουρούπωσε και η Λενιώ κρύο νερό της βρύσης
σαν οπτασία φάνταζε στα χρώματα της δύσης

Απ´ τη μεριά του ποταμού ερχότανε όλο χάρη
μόλις την είδε ο Κωσταντής γέμισε με καμάρι

Τί λυγερή περπατηξιά πόση ομορφιά και χάρη
ποιος άξιζε το τέλειο ταίρι του να την πάρει;

"Είμαι στ´ αλήθεια τυχερός" σκέφτεται και κοιτάζει
την σιλουέτα την λεπτή π´ όλο και πλησιάζει

Φορούσε ένα φόρεμα με κλάρες και με βιόλες
η πιο όμορφη ήταν στο ντουνιά απ´ τις κοπέλες όλες

-"Ώρα καλή σου Κωσταντή" από μακρυά φωνάζει
αν δώσει στόχο αλλωνών, το σόι της ντροπιάζει

-"Γεια και χαρά σου Ελενιώ" ο Κωσταντής της λέει
και η καρδιά απ´ την πεθυμιά και τη χαρά της κλαίει

Κρατούσε το λαίνι της πάνω στην κεφαλή της
μα έτρεμε όλη σύγκορμη από την προσμονή της

Που επερίμενε να δει το νιο το παλικάρι
αυτόν που ο Μεγαλόχαρος της είχε για ζευγάρι

Από μικρή τον θαύμαζε τον είχε για Θεό της
και να που η μοίρα τα ´φερε να γίνει σύζυγός της

Τα μάτια του είναι καστανά τα φρύδια του γεφύρια
και το κορμί του στιβαρό με τα καλά τα μύρια

Την πέτρα αν την έστιβε θα τση ´βγαζε το λάδι
μα είχ´ ευαίσθητη καρδιά σαν δροσερό λιβάδι

Ολημερίς κι ολονυχτίς ο νους της την παιδεύει
θα μ´ αγαπά για μια ζωή η άλλη θα γυρεύει;

Αυτή την ώρα καρτερούν να δει ο γεις τον άλλο
στα χρώματα του δειλινού με πάθος πιο μεγάλο

Που η κάθε ώρα που περνά το πολλαπλασιάζει
πόθο μεγάλο η προσμονή στα κύτταρα μοιράζει

Λόγια δεν έχουνε πολλά ο γεις τ´ αλλού να πούνε
μα με τη γλώσσα της σιωπής τα μάτια φλυαρούνε

Μα όσο κι αν κοιτάζονται τη γλύκα δε χορταίνουν
εκείνα που αισθάνονται παράταση δεν παίρνουν

"Έλα να πιεις ένα νερό Λενιώ να ξαποστάσεις
να δροσιστείς κι ακούραστα στο σπίτι σου να φτάσεις"

Στο σπίτι μόλις μπήκανε τη στάμνα ´φήνουν χάμε
και το Λενιώ κι ο Κωσταντής απ´ τα φιλιά μεθάνε

Ζητούν μια μαγική στιγμή να βρούνε τα κορμιά τους
που καίν´ απ´ την αναμονή...τη φλόγα του σεβντά τους

Τσ´ανακατεύει τα μαλλιά σαν κάτι να γυρεύει
ο Κωσταντής κι η γλώσσα του τα χείλη της παιδεύει

Είναι γλυκό το παίδεμα του έρωτα ανάθεμά το
σαν το γλυκόπιοτο κρασί που πίνεις μέχρι πάτο

Που σου μεθά κορμί και νου δημιουργεί αυταπάτες
σε παρασύρει η λήθη του στ´ ονείρου σου τις στράτες

Εκείνου που συχνοπατάς μόνος τα μονοπάτια
και δεν τα έχουν δει ποτέ άλλου ανθρώπου μάτια

Κι όταν συνέλθει το μυαλό από το λήθαργό του
πάντα μετρά χαλάσματα στο δρόμο το δικό του

Όχι δικά σου μ´ αλλωνών που μπήκαν και πατήσαν
χαράκια κακοτράχαλα να συντηρεί τ´ αφήσαν

"Σταμάτα τώρα Κωσταντή" του λέει η Ελένη
"πρέπει ακόμη η δίψα σου λίγο να περιμένει"

"Εκείνο απού πεθυμάς να ´ξερες πως το θέλω
να ταξιδέψουμε μαζί στη χώρα των αγγέλω"

"Τη βλέπουμε όμως την πηγή κι εκειά θα πορευτούμε
αγάλι αγάλι το νερό που θέλουμε θα πιούμε"

-"Καλά τα λες αγάπη μου πρέπει να μη βιαστούμε
κόντεψε ήρθε ο καιρός απού θα παντρευτούμε"

Κείνη την ώρα έφτασε κι ο Μιχαλιός στο σπίτι
ξυρίστηκε στολίστηκε στο άρωμα εβουτήχτει

"Ώρα καλή σας μρε παιδιά μα πε μου πως με βρίσκεις;
μα ξάνοιξε τον Κωσταντή για μένα μην αφήσεις"

"Αφού θωρώ θαμπώθηκες από την ομορφιά μου
μα και να θες δε θα δεχτώ το να γενείς δικιά μου"

Εγέλασε το Ελενιώ μέσα από την καρδιά της
τα χορατά του Μιχαλιού χαιδεύανε τ´ αυτιά της

-"Όμορφος είσαι Μιχαλιώ μα όι σαν τον δικό μου
τον άντρα τον ντελικανή αρραβωνιαστικό μου"

Κάτσανε και μιλούσανε για λίγη ώρα ακόμα
λόγια γλυκά πετιμεζιού βγαίνανε απ´ το στόμα

Ωστόσο η ώρα πέρασε κι είχε αλαφρονυχτώσει
σπίτι να πάει έπρεπε η Ελένη να ξαπλώσει

Χαιρέτησε το Μιχαλιώ του ´πε καλό ταξίδι
κι εκείνος βγήκε στην αυλή στο μαύρο το σκοτίδι

Να τους αφήσει μοναχούς ν´ αποχαιρετιστούνε
λόγια αγάπης μυστικά σαν έχουνε να πούνε

"Πρόσεχε" λέει το Λενιώ, "εκειά που πας στην πόλη,
τί κι αν λογούνται θηλυκά, θαρρείς κι είναι διαόλοι"

-"Να μη φοβάσαι Ελενιώ μα ξέρω ήντα κάνω
παρά να σε απαρνηθώ καλλιά ´χω να ´ποθάνω"

"Σίμωσε να γευτώ μια ολιά τη γλύκα απ´ το φιλί σου
να ´ναι η σκέψη καθαρή και η καρδιά δική σου"

Μόλις τα χείλη σμίξανε φωτίστηκε η πλάση
χρώματα στριφογύριζαν στου φεγγαριού το τάσι

Κανείς δε θέλει απ´ τους δυο να κάνει ένα βήμα
μα κι αν διστάζει η καρδιά, ο νους δίνει το σήμα

-"Φεύγω αγάπη μου γλυκιά να κατεβώ στη χώρα
θα σ´ έχω μες στη σκέψη μου όπως σε βλέπω τώρα"

-"Όρκο σου δίνω φυλαχτό θέλω να τον κρεμάσεις
να ξέρεις ότι σ´ αγαπώ πίσω γοργά να φτάσεις"

-"Πες μου εσύ έναν τυφλό που δε ζητά το φως του
ή άλλον που ´βρε θησαυρό και τον κλωτσά από ´μπρος του..."

"Για μένα είσ´ εσύ το φως, εσύ κι ο θησαυρός μου
σε βάζω απ´ όλα πιο ψηλά ίδια με τον Θεό μου"

"Μα πρέπει να πηγαίνω εδά επέρασε η ώρα
μέχρι τα ξημερώματα πρέπει να ´μαι στη χώρα"

Αγκαλιαστήκανε σφιχτά με μάτια δακρυσμένα
που αισθήματα αποχωρισμού ήταν πλημμυρισμένα

Ο Μιχαλιός στο μεταξύ πράματα είχε φορτώσει
στο γάιδαρο που από νωρίς είχενε σαμαρώσει

Κι ένα δισάκι καθαής στον ώμο κρεμασμένο
που το ´χενε η μάνα τους όμορφα πλουμισμένο

Πήγανε και τη βρήκανε στο σπίτι παραπέρα
χαιρετιστήκαν κι ήβγανε στο δροσερό αέρα

Πιάσανε δρόμο και στρατί και μπήκαν μες στα δέντρα
όμως δεν ανταλλάξανε οι δυο ούτε κουβέντα

Έπρεπε να περάσουνε το δάσος στο σκοτάδι
για ν´ αποφύγουν των ληστών το αναίτιο σημάδι

Σ´ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που υπήρχε ανομία
ζούσαν οι περισσότεροι μες στην παρανομία

Έπρεπε απαρατήρητοι γρήγορα να περάσουν
χωρίς καν να ξεκουραστούν ούτε φωτιά ν´ ανάψουν

Αν κι είχε μπει ο Αύγουστος έπεφτε υγρασία
μα δεν τους ένοιαζε αυτό άλλ´ είχαν σημασία

Πέντε ώρες περπατούσανε χωρίς να δουν κανένα
και ευτυχώς γιατί αλλιώς θα μένανε στα ξένα

Χωρίς φλουριά και γάιδαρο αν φυσικά θα ζούσαν
κατάκοποι και βρώμικοι πίσω πως θα γυρνούσαν;

Το χάραμα τσ´ ανατολής τους βρήκε μες στην πόλη
μα άνθρωπο δεν είδανε αφού κοιμούνταν όλοι

Δεν ήταν όπως στο χωριό που βγαίναν πριν χαράξει
να πάνε στα χωράφια τους ο ήλιος μην τους πιάσει

Εδώ είχαν διαφορετικές σίγουρα ασχολίες
δεν είναι ίδιες πάντοτε όλες οι κοινωνίες

Έπρεπε λίγο να σταθούν κάπου να ξαποστάσουν
ως το παζάρι να ανοιχτεί προικιά για ν´ αγοράσουν

Βγάλανε απ´ τα δισάκια τους ελιές και παξιμάδι
και κάτσανε σε μια γωνιά και φάγανε ομάδι

Στο μεταξύ η μάνα τους είχε μια αγωνία
είδε στον ύπνο της κακό αντάρα και μανία

Πέρασε από της Λενιώς το σπίτι πρώτα-πρώτα
τη βρήκε να χτενίζεται πίσω από την πόρτα

Χυτά κατάμαυρα μαλλιά της έλουζαν τους ώμους
σχημάτιζαν στη μέση της του παραδείσου δρόμους

Την αγαπούσε τη Λενιώ του Κωσταντή η μάνα
και πεθυμιά της και ευχή να περπατουν αντάμα

"Έχε το νου σου κόρη μου κι είδα εχθές το βράδυ
όνειρο απού σκιάχτηκα κι είναι κακό σημάδι"

-"θα ´χω τη σκέψη μάνα μου όση έχει απομείνει
γιατί η περισσότερη στη χώρα έχει ξομείνει..."

Ακολουθεί τον άντρα μου σ´ όλα τα βήματα του
και η καρδιά και η ψυχή είναι εκεί κοντά του"

-"κατέχεις πόσο γνωστικός ο Κωσταντής μας είναι
μην τυραννείς τη σκέψη σου και στην ουσία μείνε"

"Δεν έχει μάτια αυτός να δει καμιά γυναίκα άλλη
θα τον χορτάσεις κόρη μου όντε γιαγύρει πάλι"

Ξάφνου ακούγονται φωνές απ´ του χωριού τη μπάντα
αλαλλαγμοί αποκρουστικοί κι αναρωτιούνται γιάντα

Αμέσως πήγε το μυαλό στου πειρατή τ´ ασκέρι
και καταστράφηκε με μιας τ´ όμορφο καλοκαίρι

Το ´χανε φόβο μέσα τους και πάντοτε σκεφτόταν
ότι μι απ´ τις χρονιές αυτές ο πειρατής θα ´ρχοταν

Να καταστρέψει όνειρα τα σπίτια να κουρσέψει
κι απ´ τον αδύναμο λαό ότι μπορεί να κλέψει

Να σπείρει τρόμο πανικό να ξεκληρίσει αξίες
να υποφέρουν οι καρδιές πολλές δεκαετίες

Με τρόπο επιτακτικό με βία και μαχαίρι
να ατιμάσει κοπελιές και θάνατο να φέρει

Κόμπος εγίνηκε η καρδιά και στο λαιμό ανέβη
στο κλάμα πέφτει το Λενιώ κι η μάνα αγριεύει

Φοβάται για το μέλλον της τ´όνειρο των παιδιών της
μην αφεθεί στο έλεος κακών το σπιτικό της

Δε θέλει γι άλλη μια φορά το θάνατο να ζήσει
παρά να ξαναφτάσει εκειά καλλιά ν´ αυτοκτονήσει

Πριν ο κουρσάρος να φανεί και τη χαρά να κλέψει
σκέφτεται μόνη την ψυχή στους ουρανούς να πέψει

Σημάδι ανεξίτηλο μες στην καρδιά της έχει
απ´ του κουρσάρου το σπαθί και γι άλλο δεν αντέχει

Μα τα παιδιά της σκέφτηκε και μονομιάς συνήρθε
για έναν και μοναδικό σκοπό στον κόσμο ήρθε

Να κάμει τη φαμίλια της και να τηνε στρατίσει
κι ότι κι αν τύχει στη ζωή να τ´ αντιμετωπίσει

Είτε καλό είτε κακό είν´ υποχρέωση της
να μην αφήσει μοναχό ποτέ κανά παιδί της

Κι αν είναι θέλημα Θεού μαζί του να την πάρει
τότεσας θα υποταχτεί στου Δέσποτα τη Χάρη

Αυτός είν´ ο προορισμός του κάθε πλάσματός Του
να ζήσει για να ζει καλά και ο απόγονός του

Κοντεύει δίπλα στο Λενιώ και κάθεται σιμά της
πιάνει το χέρι απαλά μέσα στα δάχτυλά της

Με τ´ άλλο χέρι στοργικά χαιδεύει τα μαλλιά της
κι οπλίζει με υπομονή και θάρρος την καρδιά της

-"Λενιώ πρέπει να φύγομε ν´ ανέβουμε στα όρη
δεν ξεμακραίνει ο πειρατής πέρα από το βαπόρι

Εκεία θα ν´ είμαστ´ ασφαλείς ως να περάσει η μπόρα
σύρε και πες στη μάνα σου να ετοιμαστεί προχώρα

Να φτιάξω θέλω ένα βουρί μ´ ελιές και παξιμάδι
μέχρι να ´ρθειτε κόρη μου και ξεκινούμε ομάδι"

-"φοβούμαι για τον Κωσταντή μην έρθει και με ψάξει
κι αν τονε βρει ο πειρατής φωθιά που θα μ´ ανάψει

Ας τονε περιμένουμε να φύγουμε ομάδι
από τη χώρα σα θα ´ρθει μη μείνει στο σκοτάδι"

-"κι άμα θ´ αργήσει κόρη μου κι ο βάρβαρος μας φτάσει;
κατέ´ς ηντά θα πάθουμε στα χέρια του α μας πιάσει;

Φέρσου με σύνεση εδά κάνε μου αυτή τη χάρη
ο άντρας σου ´ναι έξυπνος είναι και παλικάρι

Θα καταλάβει που ´μαστε και θα ´ρθει δίχως άλλο
μετρά την κάθεμια στιγμή και το καθένα ζάλο"

-"μάνα να φύγω δε μπορώ σαν κλέφτρα πα' στ´ αόρη
ν´ αφήσω τους συχωριανούς αμοναχούς στο ζόρι

Θα μείνω και θα καρτερώ τον άντρα μου να φτάσει
κι εύχομαι πως θα ´ρθει τρεχτός να με σφιχταγκαλιάσει

Προσεύχομαι στην Παναγιά και στου Χριστού τη χάρη
να μην αργήσει να φανεί τ´ όμορφο παλικάρι

Κι άμα τον έχω δίπλα μου μπλιο δε φοβούμαι πράμα
κάμε Θεέ μου ογλήγορα να ´ρθει...κάμε το θάμα"

Η μάνα εκατάλαβε πως είχε δίκιο η κόρη
που ´λεγε να μην ανεβούν αμοναχοί στ´ αόρη

Η μοίρα τους τους έταξε να ζουν σ´ αυτό τον τόπο
για να το καταφέρουνε πρέπει να βρούνε τρόπο

Για να κρατήσουν το χωριό ´πο κάθε εισβολέα
και τούτο μόνο γίνεται μ´ όλους μαζί παρέα

Είχανε κάποιοι χωριανοί σπαθιά κι άλλοι κουμπούρες
μα κι όσοι ήταν άοπλοι είχανε τις μαγκούρες

Καθένας για τον τόπο του δίνει και τη ζωή του
στα χώματά του πολεμά μ´ όλη τη δύναμή του

Κείνη την ώρα έφτασε και της Λενιώς η μάνα
με μάτια κατακόκκινα απ´ το πολύ το κλάμα

Έπεσε μες στην αγκαλιά της κόρης κι η φωνή της
έτρεμε απ´ την ταραχή και την απαντοχή της

"Εφτάξανε και ρίξανε φωθιά κι αστροπελέκια
κι ύστερα κατεβήκανε πολλοί με τα ντουφέκια

Και καίνε και σκοτώνουνε χωρίς μια στάξη οίκτους
άνοιξε Θε μου τσ´ουρανούς κι αστροπελέκια ρίξτους

Κάψε τους Θέ μου φονικά άλλα ´παέ μην κάμουν...
μα γιάντα κάθεστε ετσά; Πάμε πριν μας προκάμουν"

"Δε φεύγω μάνα" λέει της η κόρη θαρρεμένη
"Να καρτερώ τον Κωσταντή είμ´αποφασισμένη

Μα κάτσετε κι εσείς μαζί μπας και βρεθεί μια λύση
να καταστρέψει τους οχτρούς και να τους εδιαλύσει

Να βρούμε κι άλλους χωριανούς να ´ρθούνε κι οι γειτόνοι
άμα θωρεί ο θάνατος πολλούς δεν τση σιμώνει"

...........
Γιώργος Μανθαιάκης